«Λοιπόν αγαπητέ, λέγομεν, ότι ο Χριστιανός όταν βαπτιστεί βάζει μέσα του την θείαν χάριν. Βάζει μέσα του τον Χριστόν. Όμως με την αμαρτία, τον διώχνει πάλι έξω. Χριστός και αμαρτία πράγματα αντίθετα. Γι’ αυτό είναι αδύνατον να βρούμε μέσα μας τον Θεόν, όσον στέκει μπροστά σαν τοίχος η αμαρτία. Όμως, η Εκκλησία έχει το κατάλληλο φάρμακο, για να πέση αυτός ο τοίχος. Αυτό είναι η μετάνοια και η εξομολόγησις.
Έρχονται πολλοί και ενδιαφέρονται για νοεράν προσευχήν. Εμείς πρώτα λέγομεν: «Εξομολογήθηκες καμμιά φοράν; Κοινωνάς; Ζείς χριστιανικά;» κλπ. Αν πή ναί, τότε προχωράμε. Αν όχι, μή χάνουμε λόγια άδικα. Πρώτα λοιπόν τέκνον, βάζουμε αρχήν με την μετάνοιαν και εξομολόγησιν. Κατόπιν ακολουθούμεν την συμβουλήν ενός κατάλληλου δασκάλου της νοεράς προσευχής.
Τώρα για την ερώτησι, αν μπορούν οι κοσμικοί να λένε νοεράν προσευχή, λέγομεν ότι: Μπορούν να λένε την ευχήν, ασχέτως πόσο θα προοδεύσουν. Εχουμεν εξαιρέσεις κοσμικών, που προχώρησαν πιό πολύ από εμάς τους μοναχούς. Όμως αυτές είναι εξαιρέσεις. Άλλωστε, αν ήταν εύκολο μέσα στον κόσμο, δεν ήταν ανάγκη να βγούμε στα μοναστήρια και στα βουνά. Στο Ευαγγέλιο λέει ο Χριστός στην Μάρθαν: «Μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά».
Οι κοσμικοί είναι όπως η Μάρθα. Όσοι ζούν χριστιανικά , υπηρετούν τον Χριστόν, αλλά πιό πολύ στα υλικά. Ο γνήσιος μοναχός, είναι όπως η Μαρία, που κάθεται στα πόδια Του. Απολαμβάνει την δόξαν Του. Γίνεται φίλος με τον Χριστόν, όπως ο Λάζαρος, και σαν φίλος έχει τα μέσα. Έχει θάρρος να ζητήση ό,τι θέλει.
Έχουμε όμως περιπτώσεις κοσμικών, που μοιάζουν πιό πολύ με την Μαρίαν, αλλά και μοναχούς πού δεν μοιάζουν ούτε και της Μάρθας. Εξομολογώ ανδρόγυνο από την Θεσσαλονίκη. Έχουν τέτοια ακρίβειαν που τους εθαύμασα. Το σπίτι τους μοιάζει σαν μοναστήρι. Η γυναίκα όλο στο σπίτι. Βγαίνει έξω μόνο για ψώνια και ό,τι άλλο απαραίτητο. Έχουν τρία παιδιά. Μόλις φύγουν τα παιδιά στο σχολείο και ο άνδρας στη δουλειά, κάθεται μιά-δυό ώρες και λέγει ευχήν. Κατόπιν σηκώνεται. Αρχίζει δουλειές του σπιτιού και εν τω μεταξύ η ευχή, σαν μηχανή, δουλεύει ασταμάτητα, πότε με το στόμα, πότε με τον νούν.
Ο άνδρας ,μόλις γυρίσει από την δουλειάν, αμέσως θ’ αλλάξη και θα πάη για προσευχή και μελέτη. Αυτήν την τάξιν, εσυνήθισαν και τα παιδιά τους. Άκου τι έγραφε τις προάλλες η μάννα: «Τα παιδιά μας έμαθαν να λένε την ευχήν και στο σχολείο. Όταν γυρίσουν από το σχολείο, εγώ έχω τελειωμένες και τις δουλειές και το φαγητό. Κάθομαι ξανά στο προσευχητάρι. Τα παιδιά με περιέργεια: «Τί κάμνεις εκεί μαμά;». «Προσεύχομαι στον Χριστούλη για να μας φυλάη». «Μαμά, μπορούμε να προσευχηθούμε μαζί σου;» «Βεβαίως παιδιά μου. Ο Χριστούλης σας αγαπά και θέλει να μιλάτε μαζί του». Έτσι λοιπόν, κάναμε συνήθεια και το μεσημέρι προσευχώμαστε όλοι μαζί δεκαπέντε-είκοσι λεπτά και ύστερα τρώμε.
Όταν το βράδυ γυρίσει και ο μπαμπάς, καθόμαστε όλοι μαζί. Άλλοτε διαβάζουμε μαζί βιβλία της εκκλησίας, άλλοτε τους διηγούμαι ιστορίες από κανένα βιβλίο που διάβασα. Κάποτε μας τυχαίνει κανένας ξένος και μας χαλά λίγο την σειρά. Ωστόσο οι πιό πολλοί, μας έμαθαν και είτε έρχονται για να ακούσουν καμιά ωφέλιμη κουβέντα, είτε πάνε σε άλλους φίλους τους που ταιριάζουν στα φρονήματα.
Την νύχτα, όσος χρόνος περισσέψει, τον χρησιμοποιούμε για προσευχή και μελέτη. Την Κυριακή, όλοι οικογενειακώς θα εκκλησιαστούμε και θα κοινωνήσουμε. Με την Χάριν του Κυρίου και τα παιδιά μας προσαρμόστηκαν και μας ακολουθούν χωρίς προβλήματα. Παρ’ όλον ότι οι φίλοι τους στο σχολείο δεν νηστεύουν, όμως ευτυχώς δεν παρασύρονται».
Τελειώνοντας γράφει αυτή η χαριτωμένη γυναίκα: «Κατ’ αυτόν τον τρόπον κυλά η ζωή μας. Αν και έχουμε πολλούς πειρασμούς από τον φθόνον του εχθρού, όμως αισθανόμαστε ότι στο σπίτι μας βασιλεύει ο Χριστός και είμαστε πολύ χαρούμενοι και ευτυχισμένοι».
Απόσπασμα από το βιβλίο: Παπά – Χαράλαμπος Διονυσιάτης, Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκολος της νοεράς προσευχής, Ιωσήφ Μ.Δ.