12 Απριλίου
|
|
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ ὁµολογητής, ἐπίσκοπος Παρίου Ἀπτόητος πρόµαχος τῆς τιµητικῆς προσκύνησης τῶν εἰκόνων ὁ Βασίλειος, ἀποδοκίµασε µὲ ὅλες του τὶς δυνάµεις τοὺς ἐπιζήµιους – γιὰ τὴν Ἐκκλησία – εἰκονοµάχους αὐτοκράτορες. Ἡ µεγάλη θεολογική του κατάρτιση σὲ συνδυασµὸ µὲ τὴν ἐνάρετη ζωή του τὸν ἀνέδειξαν ἐπίσκοπο τῆς πόλης Παρίου στὶς ἀκτὲς τῆς Προποντίδας. Ἡ στάση του ὅµως αὐτὴ ἔναντι τῶν εἰκονοµάχων αὐτοκρατόρων ἔγινε αἰτία νὰ διωχθεῖ σκληρά. Ὑπέστη πολλὰ δεινὰ καὶ πέρασε «ἐν λιµῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυµνότητι», δηλαδή, µὲ πείνα καὶ δίψα, µὲ νηστεῖες πολλὲς φορές, µὲ κρύο καὶ γυµνότητα. Ἀλλὰ ὁ Βασίλειος, ὅπου καὶ ἂν τὸν ἐξόριζαν οἱ αὐτοκράτορες, ποτὲ δὲν ἔχανε τὴν εὐκαιρία νὰ ὑπερασπίζει τὴν Ὀρθοδοξία. Τέλος, τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ δεῖ τὸ θρίαµβο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ συγχρόνως τὸ ναυάγιο τῆς εἰκονοµαχίας. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν ἐπισκοπή του, τὸν ὑποδέχθηκαν µὲ µεγάλες τιµὲς καὶ ἐκεῖ παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦµα του στὸν Κύριο. Μεταφορὰ τῆς Τιµίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου Ἡ µετακόµιση ἔγινε ἀπὸ τὴν ἐπισκοπὴ Ζήλα (στὴν Καππαδοκία) στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ ἔτος 942, ὅταν βασιλεῖς ἦταν οἱ Κωνσταντῖνος καὶ Ῥωµανὸς οἱ Προφυρογέννητοι. Κατόπιν ἐναποτέθηκε στὴν ἁγία σορὸ τῶν Χαλκοπρατείων στὶς 12 Ἀπριλίου. Οἱ Ἅγιοι Δήµης καὶ Πρωτίων Στοὺς συναξαριστὲς ἡ µνήµη τους ἀναφέρεται χωρὶς ὑπόµνηµα. Στὸν Λαυριωτικὸ ὅµως Κώδικα 70 ἡ µνήµη τους ἀναφέρεται στὶς 19 Μαρτίου καὶ ὑπάρχουν κάποια βιογραφικὰ στοιχεῖα, ὄχι ὅµως ὁλοκληρωµένα. Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ λοιπόν, ὑπῆρξαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Μαξιµιανοῦ (286-305) καὶ παρουσιάστηκαν αὐθόρµητα στὸν ἡγεµόνα τῆς χώρας τους καὶ ὁµολόγησαν µὲ θάρρος τὸν Χριστό. Ὁ ἡγεµόνας τότε τοὺς γύµνωσε καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδεσε µὲ ἁλυσίδες, τοὺς µαστίγωσε ἀνελέητα µὲ µαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν καὶ τοὺς χτύπησε µὲ ἀκανθωτὰ ῥαβδιὰ τόσο, ποὺ πετάχτηκαν τὰ σπλάχνα τους ἀπὸ τὴν κοιλιά. Ἔτσι µισοπεθαµένους τοὺς ἔριξε γιὰ 30 µέρες µέσα στὴν φυλακή, χωρὶς νερὸ καὶ ψωµί. Ἀλλὰ ἄγγελος Κυρίου τοὺς ἐπισκέφθηκε, ἴασε τὶς πληγές τους καὶ τοὺς ἔδωσε µπόλικο νερὸ καὶ φαγητό. Ὅταν ὁ ἡγεµόνας τοὺς κάλεσε µπροστά του καὶ τοὺς εἶδε ὑγιεῖς, ἀντὶ νὰ συνέλθει ἀπὸ τὸ θαῦµα, ῥώτησε τοὺς µάρτυρες µὲ ὀργὴ ἂν ἐπιµένουν στὴν χριστιανική τους πίστη. Αὐτοὶ µὲ µία φωνὴ ἀπάντησαν: «Χριστιανοί ἐσµεν». Τότε αὐτὸς διέταξε καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Ὁ Ἅγιος Ἀρτέµων, ἱεροµάρτυρας Μαρτύρησε διὰ ξίφους. Ἡ Ὁσία Ἀνθοῦσα, θυγατέρα Κων/νου τοῦ Κοπρωνύµου Ἦταν θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύµου. Γεννήθηκε µέσα στὴν ἀνακτορικὴ δόξα καὶ λαµπρότητα, ἀλλ΄ αὐτὴ ζήτησε ἀλλοῦ τὴν εὐχαρίστηση καὶ παρηγοριὰ τῆς ψυχῆς της. Μάταια ὁ βασιλιὰς πατέρας της (741-775) θέλησε νὰ τὴν παντρέψει µὲ νέο ποὺ εἶχε ὅλα τὰ πλεονεκτήµατα τοῦ γένους, τοῦ κάλλους καὶ τοῦ πλούτου. Αὐτὴ ἔφερε στὴν καρδιά της βαθειὰ τὴν θλίψη, ὅτι ὁ πατέρας της ἦταν ἐχθρὸς τῶν εἰκόνων καὶ δὲν ἤθελε σύζυγο ποὺ εἶχε τὰ ἴδια φρονήµατα µ΄ αὐτόν. Παρέµεινε λοιπὸν ἄγαµη καὶ χρησιµοποιοῦσε τὸν καιρό της σὲ ἔργα ἐλέους καὶ φιλανθρωπίας. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα της, µοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της σὲ φτωχούς, φιλανθρωπικὰ ἱδρύµατα καὶ ναούς. Ἡ ἴδια ἔγινε µοναχὴ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ταράσιο. Στὸ µοναστήρι ἡ ζωή της ἦταν ἀσκητική, γεµάτη ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη. Σὲ ἡλικία 52 ἐτῶν ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσµο αὐτό, σ΄ ὅλα ἄξια τοῦ ἀµάραντου στεφάνου τῆς αἰώνιας βασιλείας, ἡ παρθένος ἡ σεµνή, ποὺ καταφρόνησε τὶς ψεύτικες λάµψεις καὶ τὶς ἀπατηλὲς τιµὲς τῶν πρόσκαιρων βασιλειῶν τῆς γῆς. Οἱ Ἅγιοι Μηνᾶς, Δαβὶδ καὶ Ἰωάννης, ἀββᾶδες καὶ ὁσιοµάρτυρες Μαρτύρησαν ἀφοῦ ἐκτελέστηκαν τοξευόµενοι. Ὁ Ἅγιος Σέργιος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Γεδεὼν στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο σελ. 91 καὶ τὸ ἔχει πάρει ἀπὸ χειρόγραφο Εὐαγγέλιο (τοῦ Ἁγιοταφιτικοῦ µετοχίου 426), ὅπου καὶ µόνο ἐκεῖ σηµειώνεται. Ὅπως φαίνεται, γινόταν τὸ µνηµόσυνό του στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συγκεκριµένα στὴν Μονὴ τοῦ Μανουήλ, τῆς ὁποίας ἔκανε ἡγούµενος, διότι πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστὲς ἡ µνήµη του. Ὁ Σέργιος λοιπόν, καταγόταν ἀπὸ ἐπίσηµη οἰκογένεια. Ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ πατριάρχου Φωτίου, ἐνάρετος καὶ πολὺ µορφωµένος. Τὸ 999 καὶ σὲ ἡλικία σχετικῶς µεγάλη, κλήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο τὸν Β΄ (976-1025) στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο, σὲ διαδοχὴ τοῦ Σισινίου τοῦ Β΄. Κυβέρνησε τὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο θεοφιλῶς γιὰ 20 χρόνια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1019. Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ ἔγκλειστος ποὺ ἀσκήτευσε στὴν Κύπρο Ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς ἀγνοεῖται ἡ µνήµη του. Αὐτὸς ἦταν Κύπριος, ποὺ γεννήθηκε στὰ Λεύκαρα (ἐπαρχία Ἀµαθοῦντος) τὸ 1134. Λόγῳ τοῦ µεγάλου ἀσκητικοῦ του ἀγῶνα, ἀναδείχτηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς µεγαλύτερους ἀσκητὲς τῆς Κύπρου. Ἔκτισε τὴν διάσηµη «Ἐγκλείστρα», ποὺ σῴζεται µέχρι σήµερα, ὅπου πέρασε ὅλη του τὴν ζωὴ µὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ µελέτη. Ἐπίσης ἀναδείχτηκε γλαφυρὸς συγγραφέας καὶ πέθανε εἰρηνικά. Τὸν ἔθαψαν µέσα στὴν σπηλιὰ τῆς Ἐγκλείστρας. (Ἡ µνήµη του περιττῶς ἐπαναλαµβάνεται, ἀπὸ ὁρισµένους Συναξαριστές, ὡς µάρτυρας καὶ τὴν 28η Σεπτεµβρίου). Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ νέος, ὁ Καυσοκαλυβίτης Ὁ Ὅσιος αὐτὸς γεννήθηκε στὸ χωριὸ Γόλιτσα τῆς ἐπαρχίας Φαναρίου (Ἀγράφων) στὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνα. Προσῆλθε πρῶτα στὴν µονὴ τῆς Σουρβίας (κοντὰ στὴν Μακρινίτσα Βόλου), ὅπου ἐκάρη µοναχὸς µετονοµασθεὶς σὲ Ἀκάκιο, ἀπὸ Ἀναστάσιο ποὺ ἦταν τὸ κοσµικό του ὄνοµα. Ἀσκήτευσε στὴν σκήτη τοῦ Καυσοκαλυβίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως ἀναφέρεται στὴν βιογραφία του, ποὺ συνέγραψε ὁ µαθητής του παπα-Ἰωνᾶς. Διέπρεψε στὶς ἀρετὲς καὶ ἔγινε σύµβουλος καὶ διδάσκαλος πολλῶν µαρτύρων τῆς πίστης µας. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς 12 Ἀπριλίου 1730.
|
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|