Πολύ βασική αρετή, για να προκόψη κανείς στην Νοερά προσευχή, είναι η σιωπή. Όχι μόνο στο στόμα του σώματος, αλλά κυρίως στο στόμα της ψυχής, στο νου δηλαδή, γιατί ο σκορπισμός του νου είναι σοβαρώτατο εμπόδιο για την νοερά εργασία.
Ο Γέροντας μας θύμιζε διαρκώς τον λόγο: ότι η φύλαξις του στόματος, εάν κανείς σιωπά με επίγνωσι, ξυπνά την συνείδησι προς τον Θεό. Και μας έλεγε πως όσο εμείς σιωπούμε και αγωνιζόμαστε στον απαρρησίαστο τρόπο συμπεριφοράς, τόσο θα μας επισκέπτονται τα δάκρυα.
Και πράγματι, δεν ξέραμε τι θα πη αργολογία μέσα στην αδελφότητά μας. Συνεχώς λέγαμε την ευχή. Μιλούσε ο Γέροντας και ο Γερό-Αρσένιος, μας εμείς οι νεώτεροι μεταξύ μας δεν μιλούσαμε. Μπροστά στον Γέροντα ήμασταν πάντα σιωπηλοί και συνεσταλμένοι. Ιδίως εγώ ούτε τολμούσα να μιλήσω με αδελφό μπροστά στον Γέροντα.
Αλλά η σιωπή δεν οφειλόταν τόσο στο ότι θα μας μάλωνε ο Γέροντας, αλλά στο γεγονός πως είχαμε τόσο σεβασμό και το απαρρησίαστο που δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο. Να μιλήσουμε μεταξύ μας, ενώ ο Γέροντας ήταν μπροστά; Θεός φυλάξοι!
Επίσης δεν μας επέτρεπε ο Γέροντας μέσα στη συνοδεία να φέρουμε ξένο λόγο ανάμεσά μας. Να πούμε για κάποιον άλλον, το τι έκανε και πως επορεύθη. Δεν ξέραμε τι γινόταν έξω από το καλύβι μας. Επιστατούσε πολύ στο θέμα της αργολογίας. Η κατάκρισις ήταν ανύπαρκτη.
Όταν επιχειρούσε κανείς να μιλήση, ο Γέροντας αυστηρά του έλεγε:
– Θα χάσης την Χάρι του Θεού, ταλαίπωρα και θα κτυπάς το κεφάλι σου. Γιατί να κάθεσαι να κατακρίνεις; Τι σε ενδιαφέρει; Εδώ μέσα δεν χωρούν νέα και ειδήσεις. Μόνο μπροστά! Σιωπή και ευχή! Τίποτε άλλο. Δεν ήρθαμε εδώ να περάσουμε τον καιρό μας. Ο διάβολος καιροφυλακτεί, αγρυπνεί, τρέχει εδώ κι’ εκεί σαν λιοντάρι, ποιον θα βρή σε αμέλεια, σε ραθυμία, σε απρόσεκτη κατάστασι, να τον αρπάξη. Πρέπει να ‘χωμε το νου μας.
Τόσο μας φύλαγε να μην αργολογήσουμε και κυρίως να μην κατακρίνουμε πράξι άλλου ανθρώπου εκτός της συνοδείας μας. Μα μήτε μεταξύ μας κατακρίναμε ο ένας τον άλλον. Αυτό ήταν άγνωστο για την αδελφότητά μας. Ο Γέροντας δεν έβγαζε από το στόμα του λέξι για κανένα. Όλα σ’ αυτόν τον Γέροντα τα οφείλουμε.
Καμμιά φορά ο Γέρο-Αρσένιος, επειδή ήταν παππούλης και πολύ απλός, πήγαινε να πη κανένα λόγο για κάποιον αδελφό εκτός της συνοδείας ή για κάποιο νέο που έμαθε. Αμέσως ο Γέροντας του έλεγε αυστηρά.
– Αρσένιε, πρόσεχε! Μην αργολογείς. Την ευχή να λες.
– Έλα τζανέμ, τι είπα;
– Μ’ αυτό που είπες, είναι σε θέσι να σου στερήση την ευλογία της προσευχής. Τι άλλο θέλεις;
Γι’ αυτό ο Γέροντας συχνά, για να διδάξη εμάς τους νεώτερους, αλλά και για να κρατήση στην ταπείνωσι τον θαυμαστό πατέρα Αρσένιο, συχνά τον μάλωνε μπροστά μας για κάθε του σφαλματάκι. Ο πατήρ Αρσένιος μέχρι που γέρασε, δεχόταν αγόγγυστα τις επιπλήξεις από τον Γέροντα Ιωσήφ. Γι’ αυτό αγίασε κι’ έγινε ένας σεβάσμιος σαν τον Αβραάμ, διότι τήρησε την υπακοή με ανδρεία μέχρι τέλους.
Μας δίδασκε ο Γέροντας ότι είναι ιδανικό πράγμα η σιωπή και πάνω απ’ όλες τις αρετές. Αν πάρουμε μια ζυγαριά και βάλουμε όλες τις αρετές από την μία πλευρά και την σιωπή από την άλλη, η σιωπή θα βαραίνη. Γιατί όταν σιωπά εν γνώσει του ο μοναχός, θα προσεύχεται και προσευχόμενος θα έχει κατάνυξι, πένθος, δάκρυα, ηρεμία και γαλήνη. Επίσης δεν θα κατακρίνη, δεν θα αργολογή, δεν θα ψεύδεται, δεν θα συκοφαντή και δεν θα μιλάη ακαίρως. Επομένως η ψυχή του αποκτά βαρύτητα Χάριτος, διότι με την σιωπή έρχεται το πένθος, το πένθος φέρνει τα δάκρυα, τα δάκρυα κάθαρσι και η κάθαρσις αξιώνει τον άνθρωπο να ζήση τον Θεό μέσα στην καρδιά του απολαμβάνοντας τα απόρρητα μυστήρια του, που δεν μπορεί κανένας ποτέ ούτε να τα φαντασθή ούτε να τα περιγράψη. Με τέτοια υψηλή διδασκαλία για την σιωπή και την επιτήρηση που είχαμε δεν μπορούσαμε και δεν θέλαμε ούτε να αργολογήσουμε ούτε και να κατακρίνουμε.
Απόδειξις, ότι ποτέ μεταξύ μας, εμείς τα αδέλφια της συνοδείας, δεν σκανδαλισθήκαμε και δεν αλληλοπικραθήκαμε! Καίτοι κρατούσαμε την σιωπή τόσο αυστηρά, είχαμε πολύ μεγάλη αγάπη μεταξύ μας. Ο ένας για τον άλλο θυσιαζόμασταν. Αν και εξωτερικά δεν μιλούσα με τον αδελφό μου, εν τούτοις εσωτερικά τον αγκάλιαζα νοερά.
Μια φορά, είχε περάσει από κοντά μας ο πατήρ Εφραίμ ο Βολιώτης. Ένας μεγαλύτερος αδελφός της συνοδείας μας μίλησε λίγο μαζί του. Εγώ όμως, ως μικρότερος που ήμουν, που να τολμήσω; Αν και υπήρξε πνευματικός μου στον κόσμο και σημαντικά με βοήθησε ν’ ακολουθήσω την μοναχική ζωή, για μένα ήταν σαν ξένος. Πώς να αφήσω τον Γέροντά μου και να μιλήσω μαζί του; Ούτε μία λέξη δεν του είπα. Με πιάνει, λοιπόν, ο Γέροντας και μου λέει:
– Κούτσικο, βλέπεις τον μεγάλο σου αδελφό πόσο μιλάει με τον Πνευματικό σου;
– Εγώ δεν μιλάω.
– Εσύ δεν μιλάς, το ξέρω. (Με πρόσεχε, όπως και όλους και δεν του ξέφευγε τίποτε)
– Εκείνος είναι μεγαλύτερος και εγώ είμαι μικρός και ασήμαντος τι να μιλήσω;
– Όσο σιωπάς τώρα, τόσο και θα μιλήσης αργότερα εν μέσω Εκκλησίας και θα το δης μια μέρα αυτό!
Αυτός μιλούσε προορατικά, αλλά που να ξέρω εγώ τι ήθελε να πη; Πίστευα μεν ότι κάτι σπουδαίο έλεγε, αλλά δεν το καταλάβαινα. Νόμιζα ότι σε κάποια Εκκλησία θα μιλήσω. Τώρα όμως, που πραγματοποιήθηκε η προφητεία του Γέροντος, καταλαβαίνω ότι εννοούσε την Εκκλησία του Χριστού, την οποία υπηρέτησα και στο Άγιον Όρος και σ’ όλη την Ελλάδα και τώρα εδώ στο εξωτερικό. Τότε εγώ σκεφτόμουν τον θάνατο συνέχεια, και απήντησα:
– Γέροντα, απ’ αυτήν την καλύβα και για τον ουρανό.
Η σιωπή δημιουργούσε την σιγή και την ηρεμία στην ψυχή, που καρπός αυτών ήταν το πένθος. Και από το πένθος οι θείες εμπνεύσεις, οι πεπυρακτωμένοι λογισμοί θείας ενέργειας, με θέρμη πνευματική και αναβρασμό καρδιάς.
Και μας εναλλάσσονταν οι πνευματικές καταστάσεις, ακριβώς όπως λέει ο αββάς Μακάριος ο Αιγύπτιος: «η ψυχή του μοναχού εναλλάσσει καταστάσεις…, ενίοτε αισθάνεται τον εαυτό της σαν στρατιώτη Χριστού, οπλισμένον άφοβα, τρομερόν και προκαλώντας τους δαίμονας εις πόλεμον, άλλοτε ως νύμφη Χριστού κεκαλλωπισμένη δια τον νυμφίον αυτής Ιησούν, άλλοτε, ως παιδίον Θεού, ως τέκνον Θεού, αισθανόμενον μέσα του τον Πατέρα των Φώτων την οικειότητα του παιδιού, την παρρησίαν του παιδιού μετά του Πατρός του, του Ουρανίου» (Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, Λόγος ΛΓ, Αδιαλείπτως και προσεχώς δει τω Θεώ προσεύχεσθαι, P.G. 34, 741). Και πολλές φορές από την πλημμύρα της νυκτερινής Χάριτος, εκρατείτο η κατάστασις αυτή και την ημέρα, που κυλούσε με απόλυτη ειρήνη κι’ αυτή με την σειρά της πάλι ωδηγούσε σε θεωρία Θεού.
Όχι μόνο δεν αργολογούσαμε ή περιττολογούσαμε, αλλά ούτε να σκεφθούμε τίποτε περισσότερο από τον Θεό επιτρέπαμε στον εαυτό μας. Και η σιωπή, η προσευχή και η θεωρία δημιουργούσαν ένα πένθος αγαθό στην ψυχή μας. Μα, μνήμη θανάτου ήταν; Μα, μνήμη κρίσεως Θεού; Μα, ενθύμησι των πεπραγμένων αμαρτιών μας; Μα, οτιδήποτε ήταν, τα δάκρυα μας πέφτανε βροχή.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο ησυχαστής και σπηλαιώτης», Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, 2008, σελ. 338-342