ΠΡΟΧΩΡΩΝΤΑΣ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁ λόγος ἔφθασε ὁμαλὰ καὶ κανονικὰ στοὺς πύκτας καὶ ἀθλητὰς τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅπως πρὶν ἀπὸ τὸν καρπὸ ἀναφαίνεται τὸ ἄνθος, ἔτσι καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ προηγεῖται ἡ ξενιτεία, εἴτε τοῦ σώματος εἴτε τοῦ θελήματος. Μὲ τὶς δυὸ αὐτὲς ἀρετές, ὡσὰν μὲ χρυσὲς πτέρυγες ἀνέρχεται ἄκοπα στὸν οὐρανὸ ἡ ὁσία ψυχή. Ἴσως μάλιστα γι᾿ αὐτὸ κάποιος πνευματοφόρος ἄνθρωπος νὰ ἔψαλλε: «Τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι» ‐μὲ τὴν πράξι‐ «καὶ καταπαύσω»‐ μὲ τὴν θεωρία καὶ τὴν ταπείνωσι; (Ψαλμ. νδ´ 7).
2. Ἂν συμφωνῆτε καὶ σεῖς, δὲν πρέπει οὔτε τὸ ἐξωτερικὸ σχῆμα τῶν ἀνδρείων αὐτῶν πολεμιστῶν νὰ παραβλέψωμε καὶ νὰ μὴ τὸ παρουσιάσωμε μὲ πλήρη περιγραφή. Πῶς δηλαδὴ κρατοῦν γερὰ τὴν ἀσπίδα τῆς πίστεως καὶ ἐμπιστοσύνης πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν γυμναστή τους, καὶ μὲ αὐτήν, θὰ ἐλέγαμε, ἀποκρούουν κάθε λογισμὸ ἀπιστίας ἢ μεταβάσεως καὶ ἀναχωρήσεως (ἀπὸ τὴν Μονή). Πῶς ἔχουν ἀνεσπασμένη συνεχῶς τὴν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος καὶ φονεύουν κάθε ἰδικό τους θέλημα ποὺ θὰ ἀναφανῆ. Πῶς ἔχουν φορέσει τοὺς σιδερένιους θώρακες τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς πραότητος καὶ μ᾿ αὐτοὺς ἀποκρούουν κάθε ὑβρεολογία, κάθε λέξι ποὺ σουβλίζει καὶ κάθε λόγο ποὺ ρίπτεται ἐναντίον τους σὰν βέλος. Πῶς φοροῦν καὶ τὴν «περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου» (Ἐφεσ. ς´ 17), τὴ σκέπη δηλαδὴ ποὺ τοὺς παρέχει ἡ εὐχὴ τοῦ Γέροντος. Καὶ δὲν στέκονται μὲ δεμένα τὰ πόδια, ἀλλὰ τὸ ἕνα τὸ προβάλλουν ‐ εἶναι πρόθυμοι δηλαδὴ γιὰ ὑπηρεσία ‐ καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἔχουν ἀκίνητο ‐ εἶναι πρόθυμοι δηλαδὴ γιὰ προσευχή.
3. Ὑπακοὴ εἶναι ἡ τελεία ἀπάρνησις τῆς ψυχῆς μας, ἡ ὁποία φανερώνεται καθαρὰ μὲ τὰ ἔργα τοῦ σώματος. Ἢ καὶ τὸ ἀντίθετο: Ὑπακοὴ εἶναι νέκρωσις τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἐνῷ ὁ νοῦς εἶναι ζωντανός. Ὑπακοὴ σημαίνει ἐνέργεια χωρὶς ἐξέτασι, θάνατος ἑκούσιος, ζωὴ χωρὶς περιέργεια, ἀμεριμνία γιὰ κάθε σωματικὸ κίνδυνο, ἀμεριμνία γιὰ τὸ τί θὰ ἀπολογηθῆς στὸν Θεόν, νὰ μὴ φοβῆσαι τὸν θάνατο, νὰ ταξειδεύης στὴν θάλασσα χωρὶς κίνδυνο, νὰ ὁδοιπορῆς στὴν ξηρὰ ξέγνοιαστα σὰν νὰ κοιμᾶσαι.
4. Ὑπακοὴ σημαίνει ἐνταφιασμὸς τῆς ἰδικῆς μας θελήσεως καὶ ἀνάστασις τῆς ταπεινώσεως. Δὲν ἀντιλέγει ὁ νεκρὸς οὔτε ξεχωρίζει τὰ καλὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τοῦ φαίνονται ὡς πονηρά. Διότι ὁ Γέροντάς του, ποὺ τοῦ ἐθανάτωσε μὲ τρόπο θεάρεστο τὴν ψυχή, αὐτὸς θὰ δώση λόγο γιὰ ὅλα. Ὑπακοὴ σημαίνει νὰ ἀποθέσωμε τὴν ἰδική μας διάκρισι στὴν πλούσια διάκρισι τοῦ Γέροντος.
5. Ἡ ἀρχὴ τῆς νεκρώσεως καὶ κάποιου μέλους τοῦ σώματος καὶ κάποιου θελήματος τῆς ψυχῆς φέρνει πόνο. Στὸ μέσον τῆς νεκρώσεως, ἄλλοτε αἰσθανόμεθα πόνο καὶ ἄλλοτε ὄχι. Καὶ στὸ τέλος ἐπέρχεται παῦσις καὶ ἀναισθησία τοῦ πόνου. Τότε μόνο φαίνεται νὰ πονῆ καὶ νὰ ὑποφέρη ὁ ζωντανὸς αὐτὸς νεκρὸς καὶ μακαρίτης, ὅταν βλέπη πὼς κάνει τὸ θέλημά του. Καὶ τοῦτο, διότι φοβεῖται τὸ βάρος τοῦ πταίσματός του.
6. Ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ἐπιχειρήσατε νὰ ἀποδυθῆτε καὶ νὰ εἰσέλθετε στὸ στάδιο αὐτὸ τοῦ ψυχικοῦ μαρτυρίου, ὅσοι θέλετε νὰ σηκώσετε στὸν τράχηλό σας τὸν ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι φροντίζετε νὰ φορτώσετε στὸν τράχηλο κάποιου ἄλλου τὸ ἰδικό σας φορτίο, ὅσοι σπεύδετε νὰ γράψετε σὲ συμβόλαιο τὴν πώλησί σας καὶ θέλετε ἀντὶ αὐτῆς νὰ γραφῆ σὲ σᾶς ἐλευθερία, ὅσοι, τέλος, ὑποβαστάζεσθε καὶ ἀνυψώνεσθε ἀπὸ χέρια ἄλλων καὶ διανύετε ἔτσι τὸ μεγάλο τοῦτο πέλαγος, ἂς γνωρίζετε ὅτι ἐπιχειρήσατε νὰ βαδίσετε μία σύντομη, ἀλλὰ καὶ τραχεία ὁδό, ἡ ὁποία μία καὶ μόνη πλάνη κρύβει: Αὐτὴν ποὺ λέγεται ἰδιορρυθμία. Αὐτὸς ποὺ ἀπαρνήθηκε ἐντελῶς τὴν ἰδιορρυθμία σὲ ὅσα τοῦ φαίνονται καλὰ καὶ πνευματικὰ καὶ θεάρεστα, αὐτὸς ἔφθασε στὸ τέρμα τῆς ὁδοῦ, προτοῦ ἀρχίση νὰ τὴν βαδίζη. Διότι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ὑπακοή: Νὰ μὴν ἐμπιστεύεται κανεὶς τὸν ἑαυτόν του σὲ ὅλα τὰ καλὰ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του.
7. Ὅταν πρόκειται νὰ κλίνωμε τὸν αὐχένα μας στὸν Κύριον, καὶ νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸν ἑαυτόν μας σὲ ἄλλον, μὲ λογισμὸ ταπεινοφροσύνης καὶ μὲ κύριο σκοπὸ νὰ ἐξασφαλίσωμε τὴν σωτηρία μας, πρὶν ἀπὸ τὴν εἴσοδό μας στὴν ζωὴ τῆς ὑπακοῆς, ἂν τυχὸν διαθέτωμε κάποια πονηρία καὶ σύνεσι, ἂς ἐξετάσωμε ἐρευνητικὰ καὶ ‐ἂς τὸ πῶ ἔτσι‐ ἂς δοκιμάσωμε τὸν κυβερνήτη. Γιὰ νὰ μὴν πέσωμε σὲ ναύτη ἀντὶ σὲ κυβερνήτη, σὲ ἀσθενῆ ἀντὶ σὲ ἰατρό, σὲ ἐμπαθῆ ἀντὶ σὲ ἀπαθῆ, σὲ πέλαγος ἀντὶ σὲ λιμάνι, καὶ ἔτσι προξενήσωμε στὸν ἑαυτό μας βέβαιο ναυάγιο.
Μετὰ τὴν εἴσοδό μας ὅμως στὸ στάδιο τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς ὑποταγῆς, ποτὲ πλέον καὶ σὲ τίποτε ἀπολύτως ἂς μὴ ἐξετάζωμε τὸν καλὸ ἀγωνοθέτη μας, ἔστω καὶ ἂν παρατηρήσωμε σ᾿ αὐτόν, σὰν σὲ ἄνθρωπο, μερικὰ μικρὰ ἴσως σφάλματα. Διότι διαφορετικὰ τίποτε δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὴν ὑποταγή, ἐὰν τὸν ἐξετάζωμε καὶ τὸν κρίνωμε.
8. Ὅσοι θέλουν νὰ τρέφουν πάντοτε ἀδίστακτη ἐμπιστοσύνη στοὺς Γέροντες, ἐπιβάλλεται νὰ διατηροῦνἀλησμόνητα καὶ ἀνεξάλειπτα στὴν καρδιά τους τὰ πνευματικά τους κατορθώματα. Ὥστε, ὅταν οἱ δαίμονες προσπαθοῦν νὰ ἐνσπείρουν μέσα τους ἀμφιβολία, νὰ τὰ ἐνθυμοῦνται καὶ νὰ τοὺς ἀποστομώνουν.
Ὅσο δὲ ἡ ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸν Γέροντα θάλλει μέσα στὴν καρδιά, τόσο τὸ σῶμα προθυμοποιεῖται σὲ κάθε διακονία. Ἐνῷ, ὅταν σκοντάψη στὴν ἀπιστία, θὰ πέση, διότι «πᾶν ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν» (Ρωμ. ιδ´ 23).
9. Ἀπὸ τὸν λογισμὸ ποὺ σοῦ ὑποβάλλει νὰ ἐξετάσης ἢ νὰ κατακρίνης τὸν Ἡγούμενο, τινάξου μακρυὰ σὰν ἀπὸ πορνεία. Μὴ δώσης καθόλου ἄδεια στὸν ὄφι αὐτὸν οὔτε τόπο οὔτε εἴσοδο οὔτε ἀρχή. Καὶ ἀπάντησε στὸν δράκοντα: «Ὦ ἀπατεών, δὲν ἀνέλαβα ἐγὼ νὰ κρίνω τὸν Ἡγούμενο, ἀλλὰ ἐκεῖνος νὰ κρίνη ἐμένα. Δὲν διωρίσθηκα ἐγὼ κριτής του, ἀλλὰ αὐτὸς ἰδικός μου».
10. Οἱ πατέρες ὠνόμασαν τὴν ψαλμῳδία ὅπλο, τὴν προσευχὴ τεῖχος, τὰ καθαρὰ δάκρυα λουτρό, ἐνῷ τὴν μακαρία ὑπακοὴ τὴν ἐχαρακτήρισαν ὡς μαρτύριο. Χωρὶς αὐτήν, κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς δὲν θὰ κατορθώση νὰ ἰδῆ τὸν Κύριον.
11. Ὁ ὑποτακτικὸς καταδικάζει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἂν μὲν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου ὑπακούη τελείως ‐ ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ δὲν φαίνεται τελείως ‐ τότε ἔχει ἀπαλλαγῆ ἀπὸ κάθε καταδίκη. Ἐὰν ὅμως ἱκανοποιῆ σὲ μερικὰ πράγματα τὸ θέλημά του ‐ ἔστω καὶ ἂν φαίνεται ἐξωτερικὰ ὅτι ὑπακούει ‐ τότε σηκώνει ὁ ἴδιος τὸ φορτίο του. Στὴν περίπτωσι αὐτή, ἂν ὁ Γέροντας δὲν παύη νὰ τὸν ἐλέγχη, ἔχει καλῶς. Ἂν ὅμως ἐσιώπησε, τότε δὲν ξεύρω τί νὰ εἰπῶ!
12. Ὅσοι ὑποτάσσονται ἐν Κυρίῳ μὲ ἁπλότητα, αὐτοὶ τελείωνουν καλὰ τὸν δρόμο τους, διότι, ἀποφεύγοντες τὴν λεπτολόγο ἐξέτασι τοῦ Γέροντος, δὲν προσελκύουν κατεπάνω τους τὴν πανουργία τῶν δαιμόνων.
13. (Ἀφοῦ ἔλθωμε στὸ Κοινόβιο), πρὶν ἀπὸ ὅλα ἂς ἐξομολογηθοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας στὸν καλό μας δικαστῆ, (τὸν Γέροντα), καὶ μόνο σ᾿ αὐτόν, ἂν ὅμως μᾶς προστάξη, καὶ ἐνώπιον ὅλων. Διότι πληγὲς ποὺ φανερώνονται, δὲν χειροτερεύουν, ἀλλὰ θεραπεύονται.