Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΤΙΚΗ Νικόλαος Νεοκάζης

Νικόλαος Νεοκάζης

1419
Ασκητές μέσα στον κόσμο - Νικόλαος Νεοκάζης
Ασκητές μέσα στον κόσμο - Νικόλαος Νεοκάζης

Γεννήθηκε το 1888 στο χωριό Νεοχωράκι Φλωρίνης. Ήταν πρωτότοκος και είχε άλλα δύο αδέλφια και μία αδελφή. Όταν ήταν 15 ετών περίπου, οι Τούρκοι έκαψαν το χωριό, σκότωσαν τον πατέρα του μαζί με άλλους δύο κι έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν για το Αμμοχώρι όπου είχαν μία θεία. Στην τοποθεσία «Άσπρη Εκκλησία» το Νεοχωράκι ξαναχτίστηκε μεν, αλλά ο Νικόλαος δεν γύρισε πίσω.

Ακόμη τότε δεν είχε απελευθερωθή η Μακεδονία από τους Τούρκους και ο Νικόλαος υπηρέτησε στρατιώτης στον τουρκικό στρατό. Ενώ οπισθοχωρούσε η μονάδα του στο Πρίλεπ, αυτός κρύφτηκε σ’ ένα μύλο. Απ’ έξω άκουσε συνομιλίες Σέρβων. Βγήκε και παραδόθηκε. Ήθελαν να τον σκοτώσουν, άλλα ένας είπε: «Αφού δεν πείραξε και παραδίνεται, γιατί να τον σκοτώσουμε;». Τον κράτησαν αιχμάλωτο και τον απελευθέρωσαν όταν έγινε ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Ο Νικόλαος άφησε όλη την περιουσία του και τα κτήματά του στο Νεοχωράκι, και όταν τον ρώτησαν «δε θα πας να τα πάρης;», απάντησε: «Όχι, θα τα αφήσω εκεί. Θα δουλέψω και ο Θεός θα μου τα δώσει πίσω κάποια στιγμή».

Ύστερα ο Νικόλαος πήγε στην Αμερική με τον αδελφό του να εργασθή. Εκεί ο αδελφός του πέθανε και άφησε πίσω ορφανά. Έτσι ο Νικόλαος επέστρεψε στην Ελλάδα. Με τα χρήματα που έβγαλε αγόρασε λίγα κτήματα και έτσι έζησε την οικογένεια του αδελφού του.

Στην Αμερική εργαζόταν σε κουρείο. Ο ιδιοκτήτης για να τον δοκιμάση του άφηνε επίτηδες χρήματα, αλλά ο Νικόλαος δεν τα έπαιρνε. Του έλεγε ότι είναι δικά του, γιατί δήθεν έπεσαν από τους πελάτες, αλλά ο Νικόλαος έλεγε: «Όχι, δεν είναι δικό μου το κατάστημα». Εργάστηκε και σε εστιατόριο και αφού γνώρισε την τιμιότητά του το αφεντικό του, του έδωσε τα κλειδιά λέγοντας: «Κάνε ότι θέλεις, σε εμπιστεύομαι».

Ύστερα ο Νικόλαος ήρθε στην Ελλάδα νυμφεύθηκε, απέκτησε ένα κοριτσάκι και πήγε στην Αμερική. Χήρεψε και επέστρεψε στην πατρίδα του. Ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε τρία κορίτσια και έναν γυιό· αξιώθηκε να δη εννιά εγγόνια εκ των οποίων ένας έγινε ιερέας.

Ο Νικόλαος από μικρός αγαπούσε πάρα πολύ τον Θεό και την Εκκλησία. Σε όλη του την ζωή όταν άκουγε την καμπάνα να χτυπά, άφηνε την δουλειά του και πήγαινε στην Εκκλησία. Έκανε προσευχή και διάβαζε μόνο το Ευαγγέλιο και βίους Αγίων. Σ’ αυτούς εύρισκε την ανάπαυσή του. Άλλα βιβλία δεν διάβαζε. Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν πολλά εκκλησιαστικά βιβλία. Ότι υπήρχε προσπαθούσε να το βρη, το ακριβοπλήρωνε και πεζοπορούσε ώρες για να το αγοράση.

Ερχόταν το μεσημέρι από τα ζώα και μερικές φορές ηλικιωμένος πια, πήγαινε πεζός στην Φλώρινα να αγοράση βιβλία πνευματικά, και γύριζε πεζός. Μία καλοκαιρινή ημέρα χάθηκε. Δεν ήξερε κανείς που ήταν. Γύρισε το βράδυ με τον βίο του αγίου Παντελεήμονος και είχε φάει μόνο δύο αγριοκορόμηλα. Με χαρά, σαν να έφερε μαζί του θησαυρό, φώναξε τα εγγονάκια του: «Ελάτε, ελάτε να δήτε τι σας έφερε ο παππούς». Η σύζυγός του τον μάλωνε γιατί έλειπε όλη την ημέρα και ζώα ήταν κλεισμένα. Απάντησε ήρεμα: «Μη μιλάς γυναίκα, μη φωνάζης. Εδώ τον άγιο Παντελεήμονα σε τροχό τον γύριζαν». Και άρχισε να τους διηγήται τον βίο του αγίου Παντελεήμονος, τον οποίο πρόλαβε και διάβασε στον δρόμο. Η σύζυγός του σταμάτησε να φωνάζη, άκουγε με ενδιαφέρον και δεν είπε λέξη.

Ο Νικόλαος εργαζόταν πολύ και ζούσε ασκητικά. Αλλά την πνευματική του ζωή την έκρυβε, γιατί η γυναίκα του ήταν άλλου πνεύματος και τον παρεξηγούσε. Όταν ετοίμαζε το φαγητό το μεσημέρι και τον καλούσε να φάη, αυτός έπαιρνε ένα κομμάτι ξερό ψωμί και τυρί, και έβγαζε τα ζώα για βοσκή. Έλεγε στην γυναίκα του: «Μάζεψε τα παιδιά εσύ και φάτε, εγώ θα φάω το βράδυ».

Όταν έτρωγαν μαζί και τελείωναν το φαγητό, μετά την προσευχή έλεγε στην γυναίκα του πρώτα να μαζέψη τα ψίχουλα να μην πατιούνται, γιατί, όπως έλεγε, «το ψωμί είναι ευλογημένο και δεν πρέπει να το πατάμε».

Όποιον εύρισκε στον δρόμο τον χαιρετούσε. Ακόμη και στα μικρά παιδάκια έλεγε «καλημέρα». Η σύζυγος του έλεγε ότι τον κοροϊδεύουν στο χωριό, που λέγε σ’ όλους καλημέρα. Αυτός απαντούσε: «Μη μιλάς γυναίκα. Η καλημέρα-καλησπέρα είναι του Θεού. Εγώ στον Θεό λέω καλημέρα».

Ήταν πολύ φιλήσυχος και ποτέ δεν μάλωνε τα παιδιά του. Η ζωή του ήταν σπίτι, εκκλησία και δουλειά. Δεν πήγαινε πουθενά αλλού, ούτε ποτέ πήγε στο καφενείο. Δεν τον άκουσε ποτέ κανείς να πη κακή κουβέντα για κανέναν.

Ήταν πάντα αισιόδοξος και είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού. Πότε δεν στενοχωριόταν για τυχόν ζημιές που πάθαινε. Όταν έπιανε βροχή και χαλούσε το τριφύλλι, φώναζε η γυναίκα του «πω, πω τι θα κάνουμε, δε θα έχουμε να ταΐσουμε τα ζώα!» ο μπαρμπα-Νικόλας όμως απαντούσε: «Δεν πειράζει, ο Θεός θα μας δώσει την σοδειά, δε θα μας αφήσει νηστικούς».

Έμαθε για κάποιον άγνωστο από διπλανό χωριό ότι χρειάζεται χρήματα για να στείλη τον γυιό του στην Γερμανία, και ότι για να πάρη δάνειο βάζει ενέχυρο το χωράφι του. Ο Νικόλαος του έδωσε τα χρήματα και ο άνθρωπος του είπε να υπογράψη χαρτί. Ο Νικόλαος αρνήθηκε λέγοντας: «Δεν θέλω τίποτα, έτσι τα δίνω».

Στο χωριό τους υπήρχαν πολλοί φτωχοί που δεν είχαν ψωμί τον χειμώνα. Πήγαιναν στον μπαρμπα-Νικόλα και του ζητούσαν από ένα τσουβάλι σιτάρι. Τους έλεγε να πάνε μόνοι τους στην αποθήκη να το γεμίσουν. Τον ευχαριστούσαν και του υπόσχοντο ότι θα του το επιστρέψουν την επόμενη χρονιά. Τους απαντούσε: «Πηγαίνετε παιδιά, κάντε την δουλειά σας και φέρτε το».

Του έλεγε η γυναίκα του:

– Θ’ αφήσεις νηστικά τα παιδιά σου. Όλα τα δίνεις. Αυτός απαντούσε:
– Μου είπαν ότι το καλοκαίρι θα φέρουν το σιτάρι.
– Σε κοροϊδεύουν· αυτοί δεν έχουν ούτε ένα στρέμμα χωράφι. Που θα βρούνε να το φέρουν;
– Εμείς θα σπείρουμε τα χωράφια και θα μας το δώσει ο Θεός το σιτάρι.

Πολλές φορές αυτοί «οι κάτω» (ποτέ δεν τους έλεγε οι γύφτοι) ζητιάνευαν· πήγαιναν στην Εκκλησία και ζητούσαν από τους πλουσίους λίγο καλαμπόκι, λίγο σιτάρι και αυτοί τους έδιωχναν λέγοντας «δεν έχω». Άκουγε ο μπαρμπα-Νικόλας και έλεγε:

– Ελάτε, εγώ θα σας δώσω.

Υποτίθεται δανεικό αλλά πολλοί απ’ αυτούς δεν τα γυρίζανε πίσω. Φώναζε η γυναίκα του:

– Στα καλά σου είσαι; Θα αφήσεις τα παιδιά σου να πεινάσουν. Δώσε στον ένα, δώσε στον άλλο, από πού θα βρούνε αυτοί να στο επιστρέψουν, αφού δεν έχουν δική τους περιουσία;

– Το ξέρω πως δεν έχουν, απαντούσε. Εγώ δεν τους το δίνω για να το επιστρέψουν. Τους δίνω για να φάνε τα παιδιά τους.

συνέχεια…