Ερώτησις: Γέροντα, εσείς που διδάσκετε την νοεράν προσευχήν, τι γνώμη έχετε; Είναι μόνο για μοναχούς ή αφορά όλους τους χριστιανούς;
Γέροντας: Απ’ όσα γράφουν οι άγιοι πατέρες, αλλά και από την πείρα μου, βλέπω ότι η νοερά προσευχή είναι για όλους τους χριστιανούς. Όχι όμως για τους αιρετικούς, και ακόμα πιο δύσκολα για τους αλλόδοξους.
– Αφού λέτε ότι η νοερά προσευχή είναι και για μας που ζούμε στον κόσμο, μας δίνετε θάρρος. Όμως θέλουμε βοήθεια. Προσπαθήσαμε να εφαρμόσουμε αυτά που γράφει στα βιβλία, αλλά μας φάνηκαν δύσκολα.
– Βέβαια είναι δύσκολα. Αυτή η δουλειά δεν θέλει μόνο αγώνα, θέλει και έμπειρον οδηγόν. Έχετε πνευματικόν;
– Έχουμε, Γέροντα. Καλός είναι, αλλά για να μας διδάξη την νοεράν προσευχήν, λέει, ότι δεν ξέρει.
– Ας είναι. Έχουμε και χειρότερα. Αν δεν ξέρεις, πες δεν ξέρω. Μην εμποδίζεις κιόλας.
Λοιπόν, αφού έχετε εξομολόγον, δεν χρειάζεται να σας εξομολογώ. Εγώ θα σας πω, πώς να λέτε την ευχήν. Ο χριστιανός με το βάπτισμα, βάζει μέσα του την χάριν, βάζει μέσα του τον Χριστόν. Όταν όμως αμαρτήση, διώχνει την χάριν. Η αμαρτία μας χωρίζει, σαν ένα τείχος, από τον Χριστόν. Φωνάζεις «Κύριε Ιησού Χριστέ…», η πόρτα κλειστή. Με την μετάνοιαν και εξομολόγησιν, πέφτει η αμαρτία· πέφτει ο τοίχος. Συμφιλιώνεται ξανά ο άνθρωπος με τον Θεόν.
Είναι για παράδειγμα, σαν να είχες κάποιον άρχοντα φίλο σου. Σε μια στιγμή κάτι του έφταιξες και τα χαλάσατε. Έλα όμως που τον έχεις ανάγκη. Θέλεις δεν θέλεις, ταπεινώνεσαι και του βάζεις μετάνοια. Αφού ξανασυμφιλιώθηκες, τότε έχεις θάρρος να του πης: «Φίλε, σε παρακαλώ, κάμε μου μια χάρη». Χάριν της φιλίας δεν θα σου ακούση; Ε, πόσο μάλλον ακούει ο Χριστός, όταν ο άνθρωπος συμφιλιωθή μαζί του.
– Αχ, Γέροντα, καλή είναι η εξομολόγησις, αλλά ο κόσμος δεν μας αφήνει να σωθούμε· βγαίνεις από το εξομολογητάρι, πάλι βλέπεις τα ίδια, ακούεις τα ίδια, σκανδαλίζεσαι, θυμώνεις, φθονείς, κατακρίνεις…
– Εσύ δεν μιλάς σωστά. Ο Χριστός είπε, αν σε πειράζει το μάτι σου βγάλε το, δεν είπε βγάλε του αλλουνού. Βλέπεις μια γυναίκα ντυμένη άσεμνα· αυτή τη δουλειά της, εσύ τη δουλειά σου. Βγάλε το μάτι σου, σημαίνει κατέβασέ το κάτω, να μη περιεργάζεσαι. Αν είσαι τόσο αδύνατος και ούτε αυτό δεν κάνεις, τότε μην αιτιάσαι άλλους. Να λες, «αλλοίμονο σου ταλαίπωρε, φιλήδονε, μοίχε· σου αρέσει η αμαρτία!».
Αυτό είναι ένα γυμνάσιο· βλέπεις μέσα σου, πόση σωφροσύνης έχεις. Ο τέλειος, βλέπει και δεν σκανδαλίζεται· Ο αγωνιστής φεύγει όσο μπορεί τα αίτια. Ο χαύνος, μπαίνει μόνος του στη λαύρα της αμαρτίας και μετά…φταίνε οι άλλοι. Δικαιολογία…όπως η Εύα.
– Γέροντα, με την χάριν του Χριστού, κάμνουμεν μιάν προσπάθειαν, αποφεύγουμε όσο μπορούμε, αλλά είναι αδύνατο να μη μολυνθής μέσα στη κοινωνίαν.
– Ε, αφού ζείτε μέσα στα αίτια, επόμενο είναι. Ακριβώς γι’ αυτό κι εμείς εφύγαμε από τα εγκόσμια. Μπορώ να σας πω με την χάριν του Χριστού μας, πνευματικά έστεκα και στον κόσμον. Όμως η ησυχία έχει άλλην χάριν. Όταν προσεύχεσαι, μαζεύονται όλες οι εικόνες της ημέρας και γυρίζουν στο μυαλό σαν ταινία. Αν άκουσες αισχρολογίες, λασπολογίες, αν είδαν τα μάτια κλπ., τότε όλα έρχονται και στέκουν εμπόδιο στην προσευχήν. Αλλά ίσα-ίσα, ένας λόγος παραπάνω που αναγκάζει να λέτε και στον κόσμο συνέχεια την ευχήν.
Εγώ θυμάμαι πολλές φορές μου έτυχαν πειρασμοί και μεγάλοι μάλιστα, μέσα στον κόσμον. Μέχρι που έβαλεν ο πειρασμός κακές γυναίκες να με προκαλούν στην αμαρτίαν. Κι όμως με εφύλαξεν αυτή η μικρή ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Ακόμα στην ανάγκη φωνάζεις και τ’ όνομα της Παναγίας με όλη σου την ψυχήν, «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον με». Μερικές φορές αισθάνεσαι την ανάγκη να βάλης και δικά σου λόγια «Χριστέ μου, Παναγία μου, τρέξε αμέσως· βοήθησε, κινδυνεύω», κλπ.
Από μικρήν πείραν από τον κόσμον είδα, ότι αυτό το μικρό όπλο, η ευχή, προφυλάσσει από κάθε κακό. Οι κακοί άνθρωποι γυμνάσια μας κάμνουν. Μας σπρώχνουν πιο πολύ στον Χριστό μας.
– Εγώ, Γέροντα, έχω άλλο πρόβλημα. Είμαι οικογενειάρχης· ζω τίμια με την γυναίκα μου. Δεν πειράζω κανένα. Όμως έρχεται άλλος, χωρίς να τον αγγίξης και σου δημιουργεί ένα σωρό προβλήματα· σε αδικεί, σε κλέβει, σε βρίζει, σε απειλεί. Του λες, «κάτσε ήσυχα», αγριώνεται πιο πολύ. Πώς να ζήσης ειρηνικά μ’ αυτόν τον άνθρωπο; Πώς να τον αγαπήσης; μάλλον πώς να μην τον μισήσης; Πώς να μην τον καταραστής να πάη…στην οργήν του Θεού;
– Αυτός, παιδί μου, έχει δαιμόνιο. Λένε οι άγιοι Πατέρες, πίσω από τον κακόν άνθρωπον, να βλέπεις τον σατανάν. Ο σατανάς που έχει μέσα του, προκαλεί κι εσένα για να τον καταραστής, να τον βρίσης, να τον κτυπήσης, για να κερδίση κι εσένα.
Το κακό, έλεγε ο Γέροντας μου, με το κακό δεν διορθώνεται. Είναι ένας πειρασμός μεγάλος. Θέλει κι εδώ αγώνα. Θα κάνουμεν ότι λέει ο Χριστός· «ευλογείτε και εύχεστε…». Κι αυτός ο κακός, σε σπρώχνει με το ζόρι στον Χριστό. Θα λες: «Χριστέ μου, συγχώρησέ τον, δεν καταλαβαίνει τι κάμνει, φώτισέ τον. Διώξε το πονηρό δαιμόνιο, για να καταλάβη τα σφάλματά του».
Κατόπιν γυρνάμε και πάλιν στην ευχούλα, για να λάβουμεν δύναμιν· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», συνέχεια.
– Γέροντα, να εξομολογηθώ δημοσίως κάτι; Λέω πολλές φορές μέσα μου «μωρέ να του δώσω μια στο κεφάλι, να τον ρίξω κάτω κι ας πάω φυλακή».
– Ε, να! Είδες ο σατανάς που σε σπρώχνει! Να πας δικαστήρια, φυλακή και ν’ αφήσης την οικογένεια στο έλεος του Θεού. Όχι, παιδί μου, μην τον ακούς. Ο πειρασμός την καταστροφή σου θέλει. Άκουσε αυτά που λέγει ο Χριστός μας και θα δης ότι θα βγη σε καλό. Με την καλή σου συμπεριφορά η θα διορθωθή ή ο Χριστός θα δώση λύσιν. Αρκεί να παρακαλάς και συ και η γυναίκα σου με την ψυχή σας. Και μάλιστα να κοινωνάτε και τακτικά, για να δυναμώνη η ψυχή σας.
– Τι προσευχή, και τι Θεία Κοινωνία μ’ αυτά τα χάλια!
– Ίσα-ίσα, επειδή έχουμε χάλια, πιο πολύ χρειάζεται προσευχή και Θ. Κοινωνία. Μόνο σου είπα, πριν παρακαλέσης για τον εαυτό σου, θα παρακαλέσης για τον εχθρό σου.
– Μα, αφού Γέροντα, και ο παπάς και όλος ο κόσμος ξέρει ότι δεν μιλιόμαστε, πως θα κοινωνήσω;
– Αν αυτό εξαρτάται από σένα, βέβαια δεν μπορείς να κοινωνήσης. Αν όμως εξαρτάται από τον άλλον, τότε εσύ είσαι ελεύθερος. Θα δοκιμάσης και να του μιλήσης και να συμφιλιωθής. Αν ο πειρασμός τον σκληρύνει να μη σου μιλήση ώσπου ζει, τι θα γίνη δηλαδή; Θα πεθάνης και ακοινώνητος; Που το βρήκαμε αυτό;
Αγωνίσου εσύ, παιδί μου, όσο μπορείς. Αν με τον καλό σου τρόπο κερδίσεις τον άνθρωπον αυτόν, να ξέρεις ότι έβγαλες ψυχήν μέσα από τα δόντια του σατανά. Ο μισθός σου θα είναι πολύ μεγάλος. Αν δεν μπορείς εσύ, εύχου να τον συνετίση ο Θεός που έχει την δύναμίν.
– Γέροντα μου, είναι λίγο δύσκολα αυτά που λέτε· ωστόσο θα προσπαθήσω να τα εφαρμόσω.
– Θεός σχωρέσει σε, παιδί μου. Προσπάθα και θα προσπαθήσω κι εγώ μαζί σου. Γράψε μου τα ονόματά της οικογενείας σου. Γράψε κι αυτόν τον παλληκαράν, που σας ανακατεύει. Όλοι να προσευχηθούμε και ο Θεός βοηθός.
Σημείωση Συγγραφέα: Ο ανωτέρω αδελφός, μόλις πληροφορήθηκεν ότι θα κυκλοφορήση το βιβλίο σχετικά με τον αείμνηστον παπά-Χαράλαμπον, μου εμπιστεύτηκε την ανωτέρω διαλογική συζήτησι, με την διαβεβαίωσι συγχρόνως ότι, αφού ακολούθησε την συμβουλήν του Γέροντα, από τότε σιγά-σιγά όλα πήγαν κατ’ ευχήν.
Και με τον γείτονά του, έχουν τόσο πολύ συμφιλιωθεί, ώστε, ακόμα και κουμπαριό έχουν συνάψει (με αναδοχήν βαπτίσεως), αλλά και στο σπίτι του βασιλεύει η προσευχή, η αγάπη και η ειρήνη.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Παπά – Χαράλαμπος Διονυσιάτης, Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκολος της νοεράς προσευχής, Ιωσήφ Μ.Δ.