14 Αὐγούστου
|
|
Ὁ Προφήτης Μιχαίας
Ὁ προφήτης Μιχαίας ἔζησε στὴν Ἱερουσαλὴµ τὸ 748-696 πρὸ Χριστοῦ, ἐπὶ τῶν βασιλέων Ἰωαθάµ, Ἄχαζ καὶ Ἐζεκίου. Ἀνῆκε στὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ γεννήθηκε στὴ Μορασθῆ, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνοµάσθηκε καὶ Μορασθίτης. Ὁ Μιχαίας, σχεδὸν σύγχρονος µὲ τὸν προφήτη Ἡσαΐα, εἶναι ἕκτος ἀπὸ τοὺς µικροὺς λεγόµενους προφῆτες. Ἡ προφητεία του ἀποτελεῖται ἀπὸ ἑπτὰ κεφάλαια. Στὰ πρῶτα τρία, προαναγγέλλει τὴν καταστροφὴ τῆς Σαµάρειας. Στὰ ἑπόµενα δυὸ µιλάει γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία καὶ στὰ δυὸ τελευταῖα ἐλέγχει τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ ζητᾷ νὰ κάνει διάφορες θυσίες στὸν Θεό, ἐνῷ ὁ Μιχαίας τοῦ ὑπενθυµίζει τὸ πραγµατικὸ καθῆκον ποὺ ἔχει στὸν Θεό, µὲ τὴν ἑξῆς ἐρώτηση: «Τί Κύριος ἐκζητεῖ παρὰ σοῦ ἀλλ΄ ἢ τοῦ ποιεῖν κρῖµα καὶ ἀγαπᾶν ἔλεον καὶ ἕτοιµον εἶναι τοῦ πορεύεσθαι µετὰ Κυρίου Θεοῦ σου;». Δηλαδή, τί ζητάει ἀπὸ σένα ὁ Θεός, παρὰ µόνο νὰ εἶσαι δίκαιος, εὐσπλαγχνικὸς καὶ πρόθυµος νὰ πορεύεσαι σύµφωνα µὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου; Μία διαχρονικὴ ὑπενθύµιση, ποὺ ἀνταποκρίνεται φυσικὰ καὶ στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς µας. Γενικά, τὸ βιβλίο τοῦ Μιχαία, ποὺ γράφηκε στὴν ἑβραϊκή, διακρίνεται γιὰ τὴν γλαφυρότητα καὶ τὴν σαφήνεια τῶν φράσεών του. Νὰ ἀναφέρουµε ἐπίσης, ὅτι ὁ Μιχαίας, λόγω τοῦ ὅτι ἦταν σφοδρὸς ἐλεγκτὴς τῶν παρανοµιῶν τοῦ Ἀχαάβ, βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα, καταδιώκετο ἀπ΄ αὐτὸν καὶ σῳζόταν φεύγοντας στὰ ὄρη. Ἀλλ΄ ὅταν βασίλευσε ὁ γιὸς τοῦ Ἀχαὰβ Ἰωράµ, συνελήφθη ἀπ΄ αὐτόν, µὴ ἀνεχόµενος τοὺς ἐλέγχους του, κρεµάστηκε καὶ ἔτσι θανατώθηκε. Τὸ δὲ σῶµα του περισυνέλεξαν οἱ συγγενεῖς του καὶ τὸ ἔθαψαν στὴν Μορασθῆ, κοντὰ στὸ πολυανδρίο Ἐνακείµ. Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος Ἱεροµάρτυρας ἐπίσκοπος Ἀπαµείας Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ µεγάλου Θεοδοσίου (379 µ.Χ.). Ἀνεπτυγµένος, εὐσεβής, δίκαιος, καὶ µὲ µεγάλη διοικητικὴ ἱκανότητα ὁ Μάρκελλος, στὴν ἀρχὴ διακρίθηκε στὴν πολιτική, ὅπου θὰ µποροῦσε νὰ εἶχε λαµπρὸ µέλλον. Ἀλλ΄ αὐτὸς προτίµησε νὰ ἀφιερώσει τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Τέτοιος ταλαντοῦχος κληρικός, ἑπόµενο ἦταν ὅτι θὰ καταλάµβανε ἀρχιερατικὸ θρόνο. Ἔγινε λοιπὸν ὁ Μάρκελλος ἐπίσκοπος τῆς Ἀπαµείας, ποὺ βρίσκεται στὴν Συρία. Καὶ διακρίθηκε ὄχι µόνο γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὴν διδακτικότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἀρχηγικὰ καὶ διοικητικά του χαρίσµατα. Γνωρίζοντας νὰ ἐµπνέει καὶ νὰ διεγείρει τὸ εὐσεβὲς φρόνηµα, µόρφωσε πιστοὺς ἔνθερµους καὶ ἀνδρείους, ἕτοιµους νὰ χύσουν καὶ τὸ αἷµα τους γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Μπόρεσε ἀκόµα νὰ ἑλκύσει στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου πολλοὺς ἐθνικούς. Ὅµως οἱ ἐπιτυχίες του αὐτές προκάλεσαν ἐναντίον του τὴν µανία τῶν εἰδωλολατρῶν. Καὶ κάποια µέρα, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔριξαν στὴν φωτιά. Ἔτσι ὁ Μάρκελλος, ἀφοῦ στὴν ζωή του πολιτεύτηκε σὰν ἅγιος, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ πεθάνει καὶ σὰν µάρτυρας. (Κατὰ τὸν Delehaye, ἀναφέρεται σὰν ἐπίσκοπος Ἀπαµείας τῆς Συρίας µετὰ τῶν 70 µαθητῶν αὐτοῦ). Ἀνακοµιδὴ Τιµίου Σταυροῦ στὸ Παλάτι Κατὰ τὴν ἡµέρα αὐτὴ ἀπετίθετο καὶ πάλι ὁ Τίµιος Σταυρὸς στὰ ἀνάκτορα, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐκτεθειµένος ἀπὸ τοῦ τέλους Ἰουλίου ἢ τὶς ἀρχὲς Αὐγούστου προκειµένου νὰ τὸν προσκυνήσουν οἱ πιστοί. Ὁ Ἅγιος Οὐρσίκιος Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαξιµιανοῦ (286-305) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Σιβεντοὺ τῆς Ἄνω Ἰλλυρίας. Ἦταν στρατιωτικὸς καὶ εἶχε φτάσει µέχρι καὶ τὸ βαθµὸ τοῦ τριβούνου. Καταγγέλθηκε στὸν Μαξιµιανὸ ἀπὸ κάποιον Οὐάλεντα, ὅτι εἶναι χριστιανός, καὶ παραπέµφθηκε στὸν ἔπαρχο Ἀριστείδη γιὰ ἀνάκριση. Ἀλλ΄ ὁ Οὐρσίκιος ὁµολόγησε µὲ θάρρος τὴν χριστιανική του πίστη καὶ βασανίστηκε σκληρὰ καὶ ποικιλοτρόπως. Ἐπειδὴ ὅµως ἐπέµενε νὰ ὁµολογεῖ τὸν Χριστό, ἀποκεφαλίστηκε καὶ ἔτσι ἔλαβε ἔνδοξα τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Ὁ Ἅγιος Λούκιος ὁ στρατιώτης Μαρτύρησε διὰ πυρός. Ὁ Ἅγιος Συµεὼν ὁ Τραπεζούντιος, ὁ χρυσοχόος Καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα, ἀλλὰ ζοῦσε καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ χρυσοχόου στὴν Κωνσταντινούπολη. Κάποτε λοιπὸν βρέθηκε σὲ µία συµπλοκή µεταξὺ χριστιανῶν καὶ τουρκοεβραίων καὶ συκοφαντήθηκε, ὅτι δῆθεν µαχαίρωσε ἕνα τουρκοεβραῖο. Ὁπότε συνελήφθη καὶ κλείστηκε στὴν φυλακή, ὅπου παρέµεινε γιὰ 40 ἡµέρες. Μόλις βελτιώθηκε ἡ ὑγεία τοῦ τραυµατισµένου τουρκοεβραίου, ὑποχρεώθηκε ὁ Συµεὼν νὰ καταβάλει στὸν παθόντα γιὰ νοσήλεια 280 γρόσια. Μετὰ 10 ἡµέρες ἀπὸ τὴν ἀποφυλάκιση τοῦ Συµεών, ὁ τουρκοεβραῖος, παρὰ τὴν βελτίωση τῆς ὑγείας του, ὑπέκυψε στὰ τραύµατά του. Τότε ὁ Συµεὼν συνελήφθη καὶ πάλι, καὶ ὁ κριτὴς τὸν πίεζε νὰ γίνει µωαµεθανὸς προκειµένου ν΄ ἀποφύγει τὴν θανατικὴ καταδίκη. Ἀλλ΄ ὁ µάρτυρας θαρραλέα ἀπάντησε: «Ἂν καὶ µύριους θανάτους µοῦ δώσετε, ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Κύριό µου καὶ Θεό µου, δὲν χωρίζω». Τότε στὶς 14- 8-1653 τὸν κρέµασαν κάτω ἀπὸ ἕναν πλάτανο στὴν Κωνσταντινούπολη. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ νεοµάρτυρα συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης. Ἡ Ἀνακοµιδὴ τῶν τιµίων Λειψάνων τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου ἡγουµένου τοῦ Σπηλαίου (Ῥῶσος) Προεόρτια (παραµονή) τῆς Κοιµήσεως τῆς Θεοτόκου |
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|