15 Σεπτεμβρίου
|
|
Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Γότθος
Ἦταν ἀπὸ τὸ ἔθνος τῶν Γότθων, ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ πέραν τοῦ Ἴστρου ποταµοῦ, στὰ χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου. Ἀπὸ παιδὶ ὁ Νικήτας διδάχθηκε τὴν ἁγία πίστη ἀπὸ τὸν Γότθο ἐπίσκοπο Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος συχνὰ ὑπενθύµιζε στὸν Νικήτα τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Μένε ἐν οἷς ἔµαθες… ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράµµατα οἶδας, τὰ δυνάµενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Δηλαδή, µένε ἀκλόνητος σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ ἔµαθες. Ἀπὸ µικρὸ παιδὶ γνωρίζεις τὶς Ἅγιες Γραφές, ποὺ µποροῦν νὰ σοῦ µεταδώσουν τὴν ἀληθινὴ σοφία, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία διὰ µέσου τῆς πίστεως στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ἔτσι ἔγινε. Ὅταν ὁ ἡγεµόνας Ἀθανάριχος συνέλαβε τὸν Νικήτα καὶ τὸν ἀπείλησε γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, αὐτὸς ἔµεινε ἀµετακίνητος σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔµαθε ἀπὸ παιδί. Ὁµολόγησε µὲ θάρρος τὸν Χριστὸ µπροστὰ στὸν ἡγεµόνα, ὁ ὁποῖος ὅταν τὸν ἄκουσε ἐξαγριώθηκε πολύ. Διέταξε ἀµέσως καὶ τοῦ ἔσπασαν τὰ κόκαλα µὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο. Ἀλλὰ τὸ µῖσος τῶν βαρβάρων ἦταν τόσο, ὥστε µετὰ τὸν ἔριξαν στὴν φωτιά, ὅπου βρῆκε τὸ θάνατο. Ἡ φωτιά, ὅµως, µὲ τὴν θεία θέληση σεβάστηκε τὸ λείψανό του. Τὸ πῆρε κάποιος εὐσεβὴς χριστιανὸς καὶ τὸ διαφύλαξε σὲ θήκη. Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Αὐτοὶ µαρτύρησαν µαζὶ µὲ τὸν Ἅγιο Νικήτα. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ µῖµος Γεννήθηκε ἀπὸ πατέρα µῖµο καὶ ἔκανε καὶ αὐτὸς τὸ ἐπάγγελµα τοῦ µίµου (ἠθοποιοῦ). Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη (361) καὶ ὅταν κάποτε ὁ βασιλιὰς αὐτὸς γιόρταζε τὰ γενέθλια του, ὁ Ἅγιος αὐτὸς προστάχθηκε νὰ µιµηθεῖ καὶ νὰ περιπαίξει τὰ Μυστήρια τῶν Χριστιανῶν. Ὅποτε ὁ Ἅγιος µπῆκε στὴν κολυµβήθρα καὶ φώναξε: «Βαπτίζεται Πορφύριος, εἰς τὸ ὄνοµα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος». Καὶ ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ νερό, φόρεσε λευκὰ ἐνδύµατα καὶ ὁµολόγησε µπροστὰ σ᾿ ὅλο τὸ κοινὸ ποὺ τὸν παρακολουθοῦσε, ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ εἶναι ἕτοιµος νὰ πεθάνει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅποτε ὁ βασιλιάς, ἐξαγριωµένος, διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος ὁ Πρεσβύτερος καὶ θαυµατουργός Ἄοκνος ἀγωνιστὴς τῆς ἀρετῆς σ᾿ ὅλη του τὴν ζωή, ἡ ὁποία τελικὰ τὸν ἔκανε Ἅγιο. Ἦταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Μύρµηξ τῆς ἐπαρχίας Ὀψικίου. Παντρεύτηκε γυναῖκα, ποὺ προῖκα εἶχε τὴν µεγάλη καὶ ἀθάνατη εὐσέβεια. Ἀπόκτησε παιδιά, τὰ ὁποῖα ἀνατράφηκαν κάτω ἀπὸ τὴν ἄγρυπνη ἐπιµέλεια τῶν γονιῶν τους ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Ἔτσι, ὑπόδειγµα ἀπὸ τὴν ὅλη του διαγωγὴ καὶ ἀπὸ τὴν χριστιανικότατη ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν του, χειροτονήθηκε ἱερέας µετὰ ἀπὸ ἐπίµονη παράκληση τῶν συγχωριανῶν του. Ἀπέναντι στὸ ποίµνιό του, φέρθηκε ὅπως καὶ ἀπέναντι στὴν οἰκογένειά του. Δηλαδὴ µὲ εὐσέβεια, µὲ ἀγάπη, µὲ ἀγρυπνία καὶ διδαχή. Πολλὲς φορὲς µάλιστα, µέσα στὴν βροχὴ καὶ τὸ κρύο, ἄφηνε τὸ ἴδιο του τὸ σπίτι, γιὰ νὰ πάει στὰ σπίτια τῶν ἐνοριτῶν του γιὰ νὰ τοὺς εὐεργετήσει µὲ ὑλικὴ βοήθεια ἢ µὲ ἠθικὴ ἐνίσχυση καὶ παρηγοριά. Ὁ Θεός, ποὺ ἔβλεπε τὴν πνευµατικὴ προκοπὴ τοῦ Φιλοθέου, τὸν ἀξίωσε καὶ νὰ θαυµατουργεῖ. Ἔτσι αὐτός, ἀκόµα περισσότερο εὐεργετοῦσε τὸ ποίµνιό του καὶ ἔτσι συνέχισε µέχρι ποὺ παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν δίκαια ψυχή του. Ἡ Εὕρεσις τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, ἐπισκόπου Μελιτινῆς Βλέπε βιογραφικό του σηµείωµα τὴν 31η Μαρτίου. Ὁ Ἅγιος Μάξιµος Μαρτύρησε διὰ ξίφους. Οἱ Ἁγίες Δύο κόρες Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Ἡ Εὕρεσις τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Πρωτοµάρτυρος Στεφάνου Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη στὰ χρόνια ποὺ οἱ µεγάλοι διωγµοὶ τῶν πρώτων χριστιανῶν εἶχαν κοπάσει καὶ αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Τότε, ὁ Ἅγιος Στέφανος φανερώθηκε τρεῖς φορὲς σὲ κάποιον εὐσεβῆ γέροντα ἱερέα, τὸν Λουκιανό, καὶ τοῦ ἀποκάλυψε τὸν τόπο, ὅπου ἦταν κρυµµένο τὸ λείψανό του. Αὐτὸς ἀµέσως τὸ ἀνέφερε στὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύµων, Ἰωάννη, ποὺ µὲ τὴν σειρά του πῆγε στὸν ὑποδεικνυόµενο τόπο καὶ πράγµατι βρῆκε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου. Κατὰ τὴν εὕρεση ἔγινε µεγάλος σεισµὸς καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου πληµµύρισε εὐωδιὰ τοὺς παρευρισκοµένους στὸν τόπο ἐκεῖνο. Λέγεται ὅτι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀκούστηκαν ἀγγελικὲς φωνές, ποὺ ἔλεγαν «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Δηλαδή, δόξα ἂς εἶναι στὸν Θεό, στὰ ὕψιστα µέρη τοῦ οὐρανοῦ καὶ στὴν ταραγµένη ἀπὸ τὴν ἁµαρτία γῆ ἂς βασιλεύσει ἡ θεία εἰρήνη, διότι ὁ Θεὸς φανέρωσε τὴν εὐαρέσκειά Του στοὺς ἀνθρώπους, µὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ Του. Φανέρωναν, ἔτσι, οἱ ἄγγελοι περίτρανα ὅτι ὁ πρωτοµάρτυρας Στέφανος µαρτύρησε γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου µεταφέρθηκαν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴµ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐναποτέθηκαν στὸν ἐπ᾿ ὀνόµατι αὐτοῦ ἀνεγερθέντα Ναὸ ὑπὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Ὁ Ὅσιος Μελέτιος Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται µόνο στὸ Σιναϊτικὸ Τυπικὸ ὑπ᾿ ἀριθ. 1094 φ. 35 ὡς ἑξῆς: «Μηνὶ Σεπτεµβρίῳ ιε´ ἐκοιµήθη ὁ Ὅσιος πατὴρ ἡµῶν Μελέτιος καὶ κτήτωρ τῆς Μονῆς τοῦ Σεργίου» (βλ. Δηµητριεύσκη Τυπικὸ Β´ σελ. 30). Ὁ Ἅγιος Συµεὼν, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἔζησε τὸν 15ο αἰῶνα καὶ γιὰ τὴν ζωή του δὲν ὑπάρχουν πολλὰ στοιχεῖα. Πρέπει νὰ ἦταν ἱεροµόναχος καὶ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης πρέπει νὰ ἔγινε µετὰ τὸ 1410. Ἕκτος ἀπὸ τὸ σπουδαῖο ποιµαντικό του ἔργο, ἀνέπτυξε καὶ πλούσια συγγραφικὴ ἐργασία. Ἔγραψε ἐπιστολές, ἑρµηνεῖες, ἐγκώµια, διάλογους καὶ ὑµνογραφικὰ κείµενα. Πέθανε τὸν Σεπτέµβριο τοῦ 1429. Ἁγιοποιήθηκε στὶς 14 Ἀπριλίου 1981. Οἱ Ἅγιοι Βησσαρίων ὁ Α´ καὶ Βησσαρίων ὁ Β´, Ἀρχιεπίσκοποι Λαρίσης (1490-1541) Γιὰ τὸν Βησσαρίωνα Α´ δὲν ἔχουµε ἄρκετες καὶ σαφεῖς πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του. Ὁ δὲ Βησσαρίων Β´, καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Μεγάλες Πόρτες τῆς Θεσσαλίας, καὶ οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι. Ἀπὸ µικρὸς εἶχε κλίση στὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ µπῆκε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Μητροπολίτη Λαρίσης Μάρκου. Κατόπιν χειροτονήθηκε ἀπ᾿ αὐτὸν διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Ἔπειτα ἀναδείχθηκε ἐπίσκοπος Δοµενίκου καὶ Ἐλασσῶνος. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὑπῆρχαν ὁρισµένα στηµένα σκάνδαλα στὴν ἐπισκοπὴ αὐτή, ὁ Βησσαρίων δὲν πῆγε καὶ ἔλαβε ἐξαρχικῶς τὴν ἐπισκοπὴ Σταγῶν καὶ µετὰ ἕξι χρόνια, ἀφοῦ πέθανε ὁ Λαρίσης Μᾶρκος, ἀναδείχτηκε Μητροπολίτης Λαρίσης. Ἀφοῦ ποίµανε τὸ ποίµνιό του µὲ ὁσιότητα καὶ δικαιοσύνη, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὸ 50ό ἔτος τῆς ἡλικίας του. Ὁ Ὅσιος Γεράσιµος κτίτωρ Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Σουρβίας Χωρὶς βιογραφικὸ ὑπόµνηµα στοὺς Συναξαριστές. Ἀπὸ τὴν Β´ ἔκδοση ὅµως τῆς Ἀκολουθίας του στὴν Ἀθήνα τὸ 1901, µαθαίνουµε ὅτι ἦταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Λεοντάρι τῆς Πελοποννήσου καὶ περὶ τὸ 1740 ἔκτισε τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Τριάδος Σουρβίας, τῆς Κωµοπόλεως Μακαριωτίσσης ἢ Μακρηνίτσης. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἔζησε µὲ ὁσιότητα καὶ πνευµατικὴ ἄσκηση κάνοντας πολλὰ θαύµατα, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεοµάρτυρας ἀπὸ τὴν Κρήτη Τὰ Σφακιὰ τῆς Κρήτης ἦταν ἡ πατρίδα του καὶ ἐργαζόταν σὰν γεωργὸς στὴν Νέα Ἔφεσο. Σ᾿ ἕνα πανηγύρι πρὸς τιµὴν τοῦ Τιµίου Προδρόµου (29 Αὐγούστου 1811) ἔξω ἀπὸ τὴν Ν. Ἔφεσο, ὁ Ἰωάννης µὲ δυὸ πατριῶτες τοῦ διασκέδαζαν. Σὲ κάποια στιγµὴ ἦλθαν ἀπεσταλµένοι τοῦ ἀγὰ καὶ τοὺς ζήτησαν τὸν κεφαλικὸ φόρο. Οἱ τρεῖς Σφακιανοὶ ἀρνήθηκαν νὰ τὸν πληρώσουν καὶ συνεπλάκησαν µὲ τοὺς φοροεισπράκτορες. Ἀποτέλεσµα ἦταν νὰ σκοτωθεῖ, ἀπὸ τοὺς συντρόφους τοῦ Ἰωάννη, ἕνας Τοῦρκος καὶ οἱ ἄλλοι νὰ τραυµατιστοῦν. Οἱ δυὸ πατριῶτες τοῦ Ἰωάννη ἀποµακρύνθηκαν, ἐνῷ ὁ ἴδιος, ἐπειδὴ ἦταν ἀθῷος, ἔµεινε. Ἀλλ᾿ οἱ Τοῦρκοι, ποὺ ζητοῦσαν ἐκδίκηση, συνέλαβαν τὸν Ἰωάννη καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν τὸν ἔριξαν στὴν φυλακή, ὅπου ἔµεινε χωρὶς τροφὴ γιὰ 16 ἡµέρες. Στὶς προτάσεις τῶν Τούρκων νὰ ἐξισλαµιστεῖ γιὰ νὰ γλιτώσει τὸν θάνατο, ὁ Ἰωάννης ἀπάντησε: «Χριστιανὸς γεννήθηκα χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω, Ἰωάννης ὀνοµάζοµαι, δὲν ἀλλάζω τὴν πίστη µου οὔτε τ᾿ ὄνοµά µου». Τότε οἱ Τοῦρκοι τὸν ἀπαγχόνισαν στὶς 15-9-1811. Κατόπιν ἀδείας οἱ Χριστιανοὶ τὸν ἔθαψαν στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὴν Ἔφεσο. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Ἀθανάσιος Πάριος, τὴν δὲ Ἀκολουθία του ὁ µοναχὸς Γεράσιµος Μικραγιαννανίτης. Ὁ Ὅσιος Νικήτας, ἐπίσκοπος Χυτρῶν Κύπρου |
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|