13 Σεπτεμβρίου
|
|
Ἐγκαίνια Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Ἀναστάσεως
Πρόκειται γιὰ τὸν Ναὸ τοῦ Παναγίου Τάφου, ποὺ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε στὸν τόπο τοῦ Γολγοθὰ καὶ τὸν Ναὸ αὐτὸ ἐγκαινίασε κατὰ τὸ ἔτος 330. Ὁ Ἅγιος Κορνήλιος ὁ Ἑκατόνταρχος Γιὰ τὸν Κορνήλιο ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, στὸ δέκατο (ι΄) κεφάλαιο. Ἦταν Ῥωµαῖος ἑκατόνταρχος, θεοφοβούµενος ὅµως καὶ ὄχι εἰδωλολάτρης. Προσῆλθε στὸν Χριστὸ µὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Κατόπιν, ὅπως ἀναφέρει ἡ παράδοση, ὁ Κορνήλιος δίδαξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Φοινίκη, Κύπρο, Ἀντιόχεια καὶ Ἔφεσο. Τελικά, ἔγινε ἐπίσκοπος Σκήψης τῆς Μυσίας. Ἐκεῖ τὸ ἔργο τοῦ Κορνηλίου ἦταν καρποφόρο, χάρη στὴν θαρραλέα ὁµολογία του µεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἀλλὰ καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Δηµήτριο, ποὺ τὸν συνέλαβε καὶ τὸν πίεσε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, ἀφοῦ τὸν ὁδήγησε µέσα σὲ εἰδωλολατρικὸ ναό, µπροστὰ σὲ πλῆθος κόσµου. Τελικὰ ὁ Κορνήλιος ὄχι µόνο ἔµεινε σταθερὸς στὴν ὁµολογία του, ἀλλὰ βρῆκε καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ διδάξει τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ὅλους τοὺς παρευρισκοµένους µέσα στὸν ναό. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ἡ σύζυγος καὶ ὁ γιὸς τοῦ ἐπάρχου. Ὁ Κορνήλιος, λοιπόν, στράφηκε καὶ εἶπε στὸν ἔπαρχο ὅτι ἡ οἰκογένειά του δὲν θὰ πάθει κακό. Τὰ λόγια αὐτὰ ἔβαλαν σὲ ἀπορία τὸν ἔπαρχο. Πράγµατι ὅµως, µόλις ὁ Κορνήλιος βγῆκε ἀπὸ τὸν ναό, ἔγινε µεγάλος σεισµός, ποὺ ἔριξε τὸν ναὸ καὶ ἔθαψε πολλοὺς κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια του. Τὴν σύζυγο, ὅµως, καὶ τὸν γιὸ τοῦ ἔπαρχου, τοὺς βρῆκαν διὰ θαύµατος ζωντανούς. Τότε ὁ ἔπαρχος µὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια καὶ σχεδὸν ὅλη τὴν πόλη βαπτίσθηκαν χριστιανοί. Ἔτσι, ὁ Θεὸς ἀξίωσε τὸν πρώην ἐθνικὸ Κορνήλιο νὰ γίνει «ἀπόστολος καὶ διδάσκαλος ἐθνῶν» Ὁ Ἅγιος Στράτων Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἔζησε στὴ Βιθυνία καὶ συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἐκεῖ ἄρχοντα καὶ βασανίστηκε µὲ διάφορα βασανιστήρια. Ἔπειτα ἔδεσαν τὰ χέρια του ἀπὸ τὰ κλαδιὰ δυὸ κέδρων, ποὺ λύγισαν µέχρι τὸ ἔδαφος. Κατόπιν τοὺς ἔλυσαν µὲ ἀποτέλεσµα ὁ Ἅγιος νὰ διαµελιστεῖ στὰ δυό. Αὐτὸ συνέβη στὰ χρόνια τοῦ τυράννου Λικινίου (315).(Ἡ µνήµη του, ἀπὸ ὁρισµένους Συναξαριστές, ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 9η Σεπτεµβρίου). Ὅλοι πῆραν τὸ στεφάνι τῆς µαρτυρικῆς δόξας τὸν 4ο αἰῶνα µ.Χ. ἐπὶ βασιλείας Λικινίου. Ὁ Κρονίδης, διάκονος στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἦταν πολὺ µορφωµένος, ταλαντοῦχος διδάσκαλος µὲ µεγάλη ἀρετὴ καὶ ζῆλο, κατὰ τὸ ὑπόδειγµα τοῦ πρωτοµάρτυρα Στεφάνου. Ὁ Λεόντιος καὶ ὁ Σεραπίων ἦταν διακεκριµένοι µαθητές του, ἕτοιµοι, ὅπως καὶ ὁ διδάσκαλός τους, νὰ πάθουν τὰ πάντα γιὰ τὸν Χριστό. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Κάποια µέρα, ἐνῷ ἔδιναν λαµπρὴ ἀπολογία γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη µπροστὰ στοὺς εἰδωλολάτρες, αὐτοὶ ἐκνευρισµένοι τοὺς κακοποίησαν ἄγρια µὲ πέτρες καὶ ῥόπαλα. Κατόπιν τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τοὺς ἔριξαν στὴν θάλασσα, ὅπου καὶ παρέδωσαν τὶς ἅγιες ψυχές τους. Οἱ ἅγιοι Γορδιανός, Σέλευκος καὶ Μακρόβιος, µαρτύρησαν στὴν Γαλατία. Ἀφοῦ ὁµολόγησαν τὸ Χριστό, οἱ ἄπιστοι τοὺς ἔριξαν τροφὴ στὰ ἄγρια θηρία. Ὁ Οὐαλλέριος, ἀδελφικὸς φίλος τῶν τριῶν προηγουµένων µαρτύρων, ἀπουσίαζε ὅταν ἐκεῖνοι µαρτύρησαν, ὅταν ὅµως ἐπανῆλθε πῆγε στὸν τάφο τους, ὅπου τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ πεθάνει. Ὁ Στράτων παρέδωσε τὸ πνεῦµα του στὴ Βιθυνία, ἀφοῦ τοῦ ἔσχισαν τὰ σκέλη. Τέλος, ὁ Λουκιανός, ὁ Ζωτικὸς καὶ ὁ Ἠλεῖ, ἀποκεφαλίστηκαν καὶ πότισαν µὲ τὸ αἷµα τους τὴν πόλη τῶν Τοµέων µὲ διαταγὴ τοῦ ἄρχοντα Μαξίµου. Ὁ Ἅγιος Ἀριστείδης Ἦταν Ἀθηναῖος εὐπατρίδης, φιλόσοφος ἐξ ἐνδόξου ἀθηναϊκοῦ γένους, καὶ ἔζησε κατὰ τὸν Β΄ µετὰ Χριστὸν αἰῶνα ἐπὶ αὐτοκρατορίας Ἀδριανοῦ. Ὁ Ἱερώνυµος ἔγραψεν ἐγκώµιον ἐξυψῶν αὐτὸν ὡς Ἰσαπόστολον. Ἐµυήθη τὴν εὐσέβειαν εἰς Χριστόν, παρὰ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰεροθέου. Ἔγραψεν εἰς τὸν Ἀδριανὸν ἀπολογίαν ὑπὲρ τῶν διωκοµένων Χριστιανῶν. Ἐδιώχθη καὶ ἐπειδὴ ἔλειπεν ὁ Ἀδριανὸς µετέβη εἰς τὴν Ῥώµην καὶ ἀπηλογήθη. Κατόπιν µετεφέρθη εἰς Ἀθήνας ὅπου ἐµαρτύρησεν, κρεµασθεὶς εἰς τὴν κοίλην της ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν, τὴν 13ην Σεπτεµβρίου τοῦ 120 µ.Χ. κατὰ τὸ παλαιὸν συναξάριον, τὸ ὁποῖον µετεφράσθη εἰς τὰ λατινικὰ παρὰ τοῦ Ἱερωνύµου. Ὁ Ὅσιος Πέτρος «ὁ ἐν τῇ Ἀτρώᾳ» (κατ΄ ἄλλους «ὁ ἐν τῇ Ἀγρέᾳ») Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Νικηφόρου τοῦ Α΄ (802-811) καὶ Σταυρακίου (784-806). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀσία καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία εἶχε κλήση στὴν µοναχικὴ ζωή. Πῆγε στὴν Ἀτρώα τῆς Βιθυνίας, ὅπου πέρασε τὴν ζωή του µὲ αὐστηρότατη ἄσκηση καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ Ὅσιος Ἰερόθεος ὁ Νέος Σύµφωνα µὲ τὸν Ἅγιο Νικόδηµο τὸν Ἁγιορείτη, ὁ Ὅσιος αὐτὸς γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1686 στὴν Καλαµάτα τῆς Πελοποννήσου, ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς, τὸν Δῆµο καὶ τὴν Ἀσηµίνα. Ἀσκήτευσε στὴν Μονὴ Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔκανε πολλὰ θαύµατα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1745. Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης ὅµως στὸ Ἁγιολόγιό του γράφει: «Τοῦτον τὸν ὅσιον κατέταξεν εἰς τὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας ὁ Νικόδηµος, εὑρὼν φανταστικὸν αὐτοῦ βίον (ἴδε Νέον Ἐκλόγιον) µετὰ θαυµάτων συνοδευόµενον, γραφέντα ὑπὸ φανατικοῦ φίλου τοῦ Ἰεροθέου». Ὁ Ἅγιος Μέλετος ὁ Πηγᾶς Ὑπῆρξε πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (1590-1601). Μεγάλη ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα τοῦ 16ου αἰῶνα, χρηµάτισε καὶ τοποτηρητὴς τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου σὲ χαλεποὺς καιροὺς (1597-1598). Γεννήθηκε τὸ 1549 στὸν Χάνδακα τῆς Κρήτης ἀπὸ εὐκατάστατη καὶ εὐσεβῆ οἰκογένεια, ἔλαβε ἀξιόλογη ἐγκύκλιο µόρφωση καὶ συνέχισε τὶς ἀνώτερες σπουδές του στὸ Πανεπιστήµιο τοῦ Παταβίου. Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του, ἀσπάστηκε τὸν µοναχικὸ βίο στὴν µονὴ Ἀγκαράθου τῆς Κρήτης, στὴν ὁποία ἡγούµενος ἦταν ὁ µετέπειτα Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος (1566-1590). Ὡς ἡγούµενος τῆς µονῆς Ἀγκαράθου µετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ Σιλβέστρου, ἀγωνίστηκε µὲ ζῆλο ἐναντίον τῆς λατινικῆς προπαγάνδας. Σύντοµα ἀναφέρεται ὡς κληρικὸς καὶ πρωτοσύγκελος τοῦ πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σιλβέστρου, χειροτονήθηκε πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰωακεὶµ (5 Αὐγούστου 1590). Ἀγωνίστηκε µὲ µεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ὀρθόδοξες σχέσεις καὶ τὰ διεκκλησιαστικὰ προβλήµατα. Περιόρισε τὰ χρέη τοῦ πατριαρχείου, ἀνοικοδόµησε µὲ τὴν συνδροµὴ καὶ τοῦ ἡγεµόνα τῆς Μολδοβλαχίας Ἱερεµία νέο πατριαρχικὸ οἶκο καὶ ἔλυσε πολλὰ ἀπὸ τὰ πιεστικὰ προβλήµατα τοῦ πατριαρχείου, ὡς τὸν πρόωρο θάνατό του, σὲ ἡλικία 52 ἐτῶν (1601). Προεόρτια τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιµίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ |
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|