9 Νοεμβρίου
|
|
Οἱ Ἅγιοι Ὀνησιφόρος καὶ Πορφύριος Σχίστηκαν οἱ σάρκες τους καὶ πέθαναν βαπτισµένοι στὰ αἵµατά τους, κατὰ τὸ διωγµὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ. Καὶ οἱ δυὸ ὑπηρετοῦσαν σὲ διάφορα φιλανθρωπικὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας. Συγχρόνως ἀνῆκαν στὴν ὁµάδα ποὺ ἀνίχνευε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύκτας καὶ ἀνεύρισκε σώµατα µαρτύρων, ποὺ ῥίχνονταν στὶς χαράδρες. Τὰ µάζευαν καὶ τὰ παρέδιδαν νὰ ταφοῦν µὲ τὴν ἁρµόζουσα τιµή. Κάποτε, ὅµως, τοὺς ἀνακάλυψαν καὶ τοὺς συνέλαβαν. Κατόπιν τοὺς ἐξεβίασαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἔµειναν σταθεροὶ στὴν ὁµολογία τῆς ἁγίας πίστης στὸν Χριστό, χωρὶς νὰ φοβηθοῦν τὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ ἐπικείµενα µαρτύρια. Τοὺς ἔδεσαν, λοιπόν, πίσω ἀπὸ ἄγρια ἄλογα, τὰ ὁποῖα τοὺς ἔσυραν µὲ δυνατὸ καλπασµό, µέσα ἀπὸ ἀγκάθια καὶ πέτρες. Ὅταν τὰ ἄλογα σταµάτησαν κουρασµένα, µετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς ὧρες δρόµου, τὰ σώµατα τῶν µαρτύρων βρέθηκαν διαµελισµένα, πνιγµένα στὸ αἷµα. Καὶ ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἀποκάλυψη, «εἶδον τὴν γυναῖκα µεθύουσαν ἐκ τοῦ αἵµατος τῶν ἁγίων καὶ ἐκ τοῦ αἵµατος τῶν µαρτύρων Ἰησοῦ». Εἶδα δηλαδὴ τὴν γυναῖκα, ποὺ εἶναι ἡ διεφθαρµένη εἰδωλολατρικὴ κοινωνία, νὰ µεθάει ἀπὸ τὸ αἷµα τῶν χριστιανῶν, ποὺ καταδίωκε, καὶ ἀπὸ τὸ αἷµα τῶν µαρτύρων τοῦ Ἰησοῦ. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς «ἔκρινε τὴν πόρνην… καὶ ἐξεδίκασε τὸ αἷµα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς αὐτῆς». Ἔπειτα, ὅµως, ὁ Θεός, ἔκρινε καὶ καταδίκασε τὴν πόρνη, τὴν νοητὴ Βαβυλῶνα, καὶ ἐκδικήθηκε τὸ αἷµα τῶν δούλων του, ποὺ χύθηκε ἀπὸ τὰ χέρια της. Ἡ Ὁσία Ματρῶνα Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ (450-457) καὶ Λέοντα Θρακὸς ἢ Μακέλλη (457-474). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παµφυλίας καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς. Σὲ κατάλληλη ἡλικία παντρεύτηκε µὲ κάποιο Δοµέτιο (κατ᾿ ἄλλους Δοµετιανό), µὲ τὸν ὁποῖο ἀπέκτησε µία κόρη καὶ κατὰ τὰ χρόνια τοῦ Λέοντα τοῦ Θρακὸς ἦλθαν οἰκογενειακὰ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ συνδέθηκε µὲ µία εὐσεβῆ γυναῖκα, τὴν Εὐγενία, καὶ σύχναζε στοὺς ἱεροὺς ναούς, ποθῶντας νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὴν λατρεία τοῦ θείου. Ἔτσι, ἐγκατέλειψε τὸν σύζυγό της καί, ἀφοῦ ἐµπιστεύθηκε τῆν κόρη της σὲ κάποια Σωσάννα, κατέφυγε στὴν Μονὴ τοῦ Βασιανοῦ µεταµφιεσµένη σὲ ἄνδρα, µὲ τὸ ὄνοµα Βαβύλας. Ἀλλά, καταζητούµενη ἀπὸ τὸν ἄνδρα της καὶ ἀφοῦ ἀποκαλύφθηκε τὸ φῦλο της, στάλθηκε ἀπὸ τὸν Βασιανὸ σὲ γυναικεία μονὴ τῶν Ἱεροσολύµων. Κατόπιν ἀναχώρησε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πολλὰ µέρη ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε, γριὰ πλέον, ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη. Τοποθετήθηκε ἀπὸ τὸν Βασιανὸ σὲ ἰδιαίτερο µέρος («τῆς Ματρώνης» ὀνοµαζόµενο ἀργότερα), ὅπου ἔκτισε μονή, στὴν ὁποία µαζεύτηκαν ἀρκετὲς µοναχές. Στὴν μονὴ αὐτὴν λοιπόν, ἔζησε µὲ µεγάλη ἀρετὴ καὶ πνευµατικὴ τελειότητα. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 100 χρονῶν. Ἡ Ὁσία Θεοκτίστη ἡ Λεσβία Μοναχὴ ἐνάρετη, ἀπὸ τὴν Μήθυµνα τῆς Λέσβου, ποὺ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ (816). Παιδὶ ἀκόµα, ἔµεινε ὀρφανὴ καὶ ἀνατράφηκε σὲ παρθενῶνα τῆς πόλης. Κάποια µέρα πῆγε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν ἀδελφή της, ποὺ ἦταν σὲ µία κοντινὴ κωµόπολη. Τότε συνελήφθη µαζὶ µὲ τοὺς κατοίκους τῆς κωµοπόλεως αὐτῆς ἀπὸ τοὺς πειρατὲς τῆς Κρήτης καὶ µεταφέρθηκε µὲ τοὺς ἄλλους αἰχµαλώτους στὴν Πάρο γιὰ πώληση. Ἐκεῖ κατόρθωσε νὰ δραπετεύσει καὶ νὰ κρυφτεῖ στὰ βουνά, ὅπου καὶ παρέµεινε µόνη 35 χρόνια, τρεφόµενη µὲ χόρτα. Ἀνακαλύφθηκε τυχαῖα ἀπὸ ἕναν κυνηγό, ὁ ὁποῖος, µετὰ ἀπὸ παράκλησή της, ἔφερε σ᾿ αὐτὴν τὰ Θεῖα Μυστήρια. Ὅταν δὲ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, πέθανε καὶ τάφηκε ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο κυνηγό. Γιὰ τὴν Ὁσία αὐτὴ ὑπάρχει καὶ µία διήγηση τοῦ µοναχοῦ Συµεὼν τοῦ Πάριου, ποὺ µοιάζει πολὺ µὲ αὐτὴν τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ εἶναι ἐντελῶς φανταστική. Οἱ Ὁσίες Εὐστολία καὶ Σωπάτρα Ἡ Εὐστολία ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαυρικίου (584) καὶ ἦταν κόρη γονέων εὐσεβῶν, ποὺ κατοικοῦσαν στὴν Ῥώµη. Ἀπὸ µικρὴ ἡ Εὐστολία πῆγε σὲ µοναστήρι καὶ καταγινόταν µὲ προσευχές, νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες. Κάποτε πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ γνωρίστηκε µὲ τὴν κόρη τοῦ βασιλιᾶ Μαυρικίου, Σωπάτρα. Ἡ Σωπάτρα παρακάλεσε τὴν Εὐστολία νὰ τὴν ἔχει πνευµατική της µητέρα καὶ φύλακα τῆς ψυχῆς της. Ἄφησε λοιπὸν ἡ Σωπάτρα τὶς τιµὲς καὶ τὶς δόξες τῆς βασιλείας τοῦ πατέρα της καὶ µπῆκε σὲ ἀγῶνες πνευµατικούς. Κατόπιν ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα της τόπο κατάλληλο καὶ ἔκτισε ναὸ εὐκτήριο µαζὶ µὲ τὴν Ὁσία Εὐστολία. Πολλὲς γυναῖκες εὐλαβεῖς καὶ παρθένες, ποὺ πῆγαν ἐκεῖ, ἀσκήτευαν στὸν πνευµατικὸ µοναχικὸ βίο. Ἡ Ὁσία Εὐστολία, µετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια ἄσκησης, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ ἄφησε διάδοχό της τὴν Ὁσία Σωπάτρα. Ἔπειτα, ἀφοῦ καὶ αὐτὴ ἔφτασε σὲ µεγάλα ὕψη ἀρετῆς, παρέδωσε εἰρηνικὰ στὸν Θεὸ τὴν µακάρια ψυχή της. Ὁ Ὅσιος Συµεὼν ὁ Μεταφραστής Πατρίδα του ἡ Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ (886-912). Νεότερη ὅµως ἐκδοχὴ (1931) λέει ὅτι ὁ Συµεὼν ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Δούκα Παραπινάκη (1071-1078), ποὺ µᾶλλον εἶναι καὶ ἡ ἐπικρατέστερη. Προηγούµενα ὀνοµαζόταν Νικήτας Παφλαγῶν καὶ λόγω τῆς µεγάλης του ἀρετῆς καὶ σοφίας πῆρε τὸ ἀξίωµα τοῦ Μαγίστρου καὶ Λογοθέτου. Τὸ κυριότερο ἔργο του ἦταν ἡ ἐκκαθάριση τῶν ἀρχαίων ἁγιολογικῶν ὑποµνηµάτων καὶ ἡ παράστασή τους σὲ ὁµαλότερο ὕφος. Ἀπ᾿ αὐτὸ λένε, ὅτι πῆρε τὴν ὀνοµασία Μεταφραστής, ποὺ µᾶλλον δὲν φαίνεται καὶ τόσο πιθανό. Ἴσως νὰ ἦταν µεταφραστὴς ξενόγλωσσων ἐγγράφων στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ τὸ ἀντίθετο. Μερικοὶ νοµίζουν, ὅτι στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἔγινε µοναχός, ἀλλὰ ὁ φίλος του, Ψελλός, ποὺ ἔγραψε Ἐγκώµιο καὶ Ἀκολουθία σ᾿ αὐτόν, δὲν ὑπαινίσσεται κάτι τέτοιο. Ἔζησε ὁσιακὰ καὶ ἔγραψε πολλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ ἡ µνήµη του ἀναφέρεται µόνο στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήµου τοῦ Ἁγιορείτη. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ λιθοξόου. Ὅταν γνώρισε τὸν Χριστό, ἐγκατέλειψε τὸ ἐπάγγελµα αὐτό, διότι σχετιζόταν καὶ µὲ τὴν εἰδωλολατρία καὶ ἀναχώρησε στὴν ἔρηµο. Ἐκεῖ βρῆκε τὸν εὐσεβῆ ἀναχωρητὴ Τιµόθεο καὶ µαζὶ µ᾿ αὐτὸν ἔζησε τρία χρόνια. Κατόπιν, µὲ τὶς εὐχὲς τοῦ γέροντα αὐτοῦ, κατέβηκε στὸ χωριό του καὶ σὲ στιγµὴ ἱερῆς ἀγανάκτησης συνέτριψε τοὺς βωµοὺς τῶν εἰδώλων. Τότε οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ἔδειραν σκληρὰ καὶ ὁ Ἅγιος πῆγε στὴν Ἀπάµεια τῆς Συρίας, ὅπου παρακάλεσε τὸν ἐπίσκοπο Ὅσιο (τὸ ὄνοµά του εἶναι αὐτό) καὶ πῆρε τὴν ἄδεια νὰ κτίσει ναὸ στὸ ὄνοµα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ὅταν λοιπὸν ἄρχισε τὴν οἰκοδοµή, τὸ ἔµαθαν οἱ εἰδωλολάτρες συγχωριανοί του, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν νύχτα καὶ µὲ ξύλα τὸν θανάτωσαν µὲ τὸν πιὸ ἄσπλαγχνο τρόπο. Οἱ Ἅγιοι Χριστοφόρος καὶ Μαῦρα Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Οἱ Ἅγιοι Ναρσῆς καὶ Ἀρτέµονας Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Ὁ Ναρσῆς ἦταν Πέρσης καὶ ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος µε αὐτὸν τῆς 9ης Δεκεµβρίου. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ βραχύσωµος ἢ Κολοβός Καταγόταν ἀπὸ τὴν Θῆβα τῆς Αἰγύπτου καὶ ὀνοµάστηκε Κολοβός, ἐπειδὴ ἦταν κοντὸς σωµατικά. Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς µεγάλους ἀσκητὲς τῆς ἐρήµου καὶ διακρίθηκε κυρίως γιὰ τὴν ἐγκράτεια τῆς γλώσσας του καὶ γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη του. Στοὺς Συναξαριστὲς βρίσκουµε ἀρκετὲς σοφὲς συµβουλές του. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ Ὅσιος Ἑλλάδιος Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Οἱ Ὅσιοι Εὐθύµιος καὶ Νεόφυτος, κτήτορες τῆς Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους Ὁ Ὅσιος Εὐθύµιος ἦταν θεῖος τοῦ Ὁσίου Νεοφύτου. Ὁ Εὐθύµιος λοιπόν, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἦταν γνώριµος καὶ φίλος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἡγουµένου τῆς Μεγίστης Λαύρας. Στὴν ἀρχὴ οἰκοδόµησε µονύδριο στὸ ὄνοµα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀλλὰ πειρατὲς τὸ κατέστρεψαν καὶ ὁ ἴδιος µετὰ βίας σώθηκε. Τότε ἦλθε στὴν τοποθεσία ποὺ σήµερα βρίσκεται ἡ Μονὴ Δοχειαρίου καὶ οἰκοδοµεῖ πάλι ναὸ στὸ ὄνοµα τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Κοντὰ δὲ στὸν ναὸ ἔκτισε καὶ κελιά. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἦλθε καὶ ὁ ἀνεψιός του, ποὺ τὸν ἔκειρε µοναχὸ καὶ τοῦ ἐµπιστεύθηκε τὴν ἡγουµενία τῆς Μονῆς. Ὁ ἴδιος, ἀφοῦ πέρασε καὶ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του µὲ ἡσυχία, ἀπεβίωσε σὲ ἡλικία 100 χρονῶν. Ὁ δὲ ἀνεψιός του Νεόφυτος, ἦταν γιὸς δοῦκα στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Νικηφόρου Φωκᾶ καὶ Ἰωάννου Τσιµισκῆ (963-976). Ἐπειδὴ εἶχε τὸ χάρισµα τῆς σοφίας, τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι καὶ ὁ βασιλιὰς τὸν ἔκανε πρῶτο γραµµατέα του. Ἐπειδὴ ὅµως ὁ θεῖος του ἦταν στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἡγούµενος στὴν Μονὴ Δοχειαρίου, ἀγάπησε νὰ ἔλθει σ᾿ αὐτὸν καὶ νὰ γίνει µοναχός. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσµια, ἦλθε στὴν Μονὴ καὶ ἀφιέρωσε ὅλα του τὰ χρήµατα σ᾿ αὐτήν. Πράγµατι, ἔκτισε µεγαλύτερη ἐκκλησία, φρούριο στὸ Μοναστήρι γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν µοναχῶν ἀπὸ τοὺς πειρατὲς καὶ ἔγινε ἀργότερα «Πρῶτος» τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτά, παραιτήθηκε τῆς ἡγουµενίας καὶ ἥσυχα ἀπεβίωσε. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, μητροπολίτης Πενταπόλεως Αἰγύπτου Γεννήθηκε στὶς 1 Ὀκτωβρίου τοῦ 1846 στὴν Σηλυβρία τῆς Θράκης ἀπὸ τὸν Δῆµο καὶ τὴν Βασιλικὴ Κεφαλᾶ καὶ ἦταν τὸ πέµπτο ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιά τους. Τὸ κοσµικό του ὄνοµα ἦταν Ἀναστάσιος. Ὅταν ἦταν 14 ἐτῶν, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος καὶ κατόπιν ὡς παιδονόµος στὸ σχολεῖο τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πῆγε στὴν Χίο, ὅπου, ἀπὸ τὸ 1866 µέχρι τὸ 1876 χρηµάτισε δηµοδιδάσκαλος στὸ χωριὸ Λίθειο. Τὸ 1876 ἐκάρη µοναχὸς στὴν Νέα Μονὴ Χίου µὲ τὸ ὄνοµα Λάζαρος καὶ στὶς 15 Ἰανουαρίου 1877 χειροτονήθηκε διάκονος, ὀνοµασθεὶς Νεκτάριος, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο (1860-1877), καὶ ἀνέλαβε τὴν Γραµµατεία τῆς Μητροπόλεως. Τὸ 1881 ἦλθε στὴν Ἀθήνα, ὅπου, µὲ ἔξοδα τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου Δ´ (1870-1899), σπούδασε θεολογία καὶ πῆρε τὸ πτυχίο του τὸ 1885. Ἔπειτα, ὁ ἴδιος προαναφερόµενος Πατριάρχης, τὸν χειροτόνησε τὸ 1886 πρεσβύτερο καὶ τοῦ ἔδωσε τὰ καθήκοντα τοῦ γραµµατέα καὶ ἱεροκήρυκα τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Διετέλεσε ἐπίσης πατριαρχικὸς ἐπίτροπος στὸ Κάιρο. Στὶς 15 Ἰανουαρίου 1889 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ἡ δράση του ὡς Μητροπολίτου ἦταν καταπληκτικὴ καὶ ἕνεκα αὐτοῦ θεωρεῖτο ὡς βασικὸς προτεινόµενος ἀπὸ τὸν λαὸ γιὰ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο Ἀλεξανδρείας. Λόγω ὅµως φθονερῶν εἰσηγήσεων (αἰσχρῶν συκοφαντιῶν, ὅτι δῆθεν προσποιεῖται τὸν καλό γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ἐξουσία) πρὸς τὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο, ὁ ταπεινόφρων Νεκτάριος, γιὰ νὰ µὴ λυπήσει τὸν γέροντα Πατριάρχη, ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα (1889). Διετέλεσε ἱεροκήρυκας Εὐβοίας (1891- 1893), Φθιώτιδος καὶ Φωκίδας (1893-1894) καὶ διευθυντὴς τῆς Ῥιζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς στὴν Ἀθήνα (1894-1904). Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου (1899), ὁ Νεκτάριος ἐκλήθη νὰ τὸν διαδεχθεῖ, ἀλλ᾿ ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Στὰ κηρύγµατά του, πλῆθος λαοῦ µαζευόταν, γιὰ νὰ «ῥουφήξει» τὸ νέκταρ τῶν ἱερῶν λόγων του. Τὸ 1904 ἵδρυσε γυναικεία Μονὴ στὴν Αἴγινα, τῆς ὁποίας ἀνέλαβε προσωπικὰ τὴν διοίκηση, ἀφοῦ ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ τὸ 1908, µετὰ τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὴν Ῥιζάρειο Σχολή. Ἔγραψε ἀρκετὰ συγγράµµατα, κυρίως βοηθητικὰ τοῦ θείου κηρύγµατος. Ἡ ταπεινοφροσύνη του καὶ ἡ φιλανθρωπία του ὑπῆρξαν παροιµιώδεις. Πέθανε τὸ ἀπόγευµα τῆς 8ης Νοεµβρίου 1920. Τόση δὲ ἦταν ἡ ἁγιότητά του, ὥστε ἐπετέλεσε πολλὰ θαύµατα, πρὶν ἀλλὰ καὶ µετὰ τὸν θάνατό του. Ἐνταφιάστηκε στὴν Ἱ. Μονὴ Ἁγ. Τριάδος στὴν Αἴγινα. Ἡ ἀνακοµιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων του ἔγινε στὶς 3 Σεπτεµβρίου τοῦ 1953 καὶ στὶς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1961, µὲ Πράξη τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου, διακηρύχτηκε Ἅγιος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος «ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ» (Ῥῶσος)
|
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|