7 Νοεμβρίου
|
|
Οἱ Ἅγιοι 33 Μάρτυρες «οἱ ἐν Μελιτινῇ» Ἱέρων, Νίκανδρος, Ἡσύχιος, Βάραχος (ἢ Βαράχιος), Μαξιµιανός, Καλλίνικος, Ξαντικός (ἢ Ξανθίας), Ἀθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Εὐγένιος, Θεόφιλος, Οὐαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίµαχος, Ἰλάριος, Γιγάντιος, Λογγῖνος, Θεµέλιος, Εὐτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάµας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος (ἢ Οὐστρίχιος), Ουΐκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Ἐπιφάνιος, Ἀνίκητος καὶ ἄλλος Ἰέρων Ὁ πρῶτος ἀπ΄ αὐτούς, ὁ Ἰέρων, ἦταν ἀπὸ τὰ Τύανα τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του πέθανε γρήγορα καὶ τὴν ἀνατροφή του, καθὼς καὶ τῶν δυὸ ἀδελφῶν του, Ματρωνιανοῦ καὶ Ἀντωνίου, ἀνέλαβε ἐξ ὁλοκλήρου ἡ µητέρα τους, Στρατονίκη. Πάρ΄ ὅλο ποὺ ὁ Ἰέρων πῆρε ἀρκετὴ µόρφωση, ἀσχολήθηκε µὲ τὸ γεωργικὸ ἐπάγγελµα. Οἱ εἰδωλολάτρες τέτοιες ἐνασχολήσεις τὶς θεωροῦσαν ὑποτιµητικές. Ἀλλὰ οἱ χριστιανοὶ ἤξεραν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαξίωσε τὸν ἱδρῶτα τοῦ ταπεινοῦ ἐργάτη. Καὶ ὅτι κάθε τίµια ἐργασία εἶναι ἀρετὴ καὶ µόνο ἡ ἀργία, ποὺ φέρνει τὴν ἁµαρτία, ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο στίγµα. Ἄλλωστε ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, περιγράφοντας τὴν ζωὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ κατ΄ ἐπέκτασιν ὅλων τῶν χριστιανῶν, λέει: «κοπιῶµεν ἐργαζόµενοι ταῖς ἰδίοις χερσί». Κοπιάζουµε, δηλαδή, ἐργαζόµενοι µὲ τὰ ἴδια µας τὰ χέρια. Ὅταν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ ἄρχισε ὁ διωγµὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας συνέλαβε τὸν Ἰέρωνα. Τὸν συνέλαβε µὲ τὴν κατηγορία ὅτι τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ἄλλες γιορτὲς περιφερόταν καὶ κήρυττε τὸν Χριστὸ στοὺς ἐργάτες, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ ἀποσπάσει πολλοὺς ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Μαζί του συνελήφθησαν οἱ δυὸ ἀδελφοί του καὶ τριάντα ἀκόµα συνεργάτες του στὴν διακονία τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀφοῦ φυλακίστηκαν καὶ φρικτὰ βασανίστηκαν, τελικὰ ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας τοὺς ἀποκεφάλισε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Μελιτινή. Οἱ Ἅγιοι Ματρωνιανός καὶ Ἀντώνιος Ἦταν ἀδέλφια τοῦ Ἁγίου µάρτυρα Ἰέρωνα – τοῦ πρώτου ἀπὸ τοὺς 33 µάρτυρες ἐν Μελιτινῇ – καὶ µαρτύρησαν καὶ αὐτοὶ διὰ ἀποκεφαλισµοῦ στὴν πόλη Μελιτινή. Οἱ Ἅγιοι Μελάσιππος, Κασσίνα καὶ Ἀντώνιος καὶ 40 παιδοµάρτυρες Ἦταν µία οἰκογένεια, ποὺ οἱ Μελάσιππος καὶ Κασσίνα ἦταν σύζυγοι καὶ ὁ Ἀντώνιος γιός τους. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα καὶ µαρτύρησαν σ΄ αὐτήν, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης (361). Καὶ τὸν µὲν Ἀντώνιο ἔριξαν στὴν φυλακή, τοὺς δὲ Μελάσιππο καὶ Κασσίνα, ἀφοῦ τοὺς κρέµασαν, ἔγδαραν τὸ δέρµα τους καὶ τὶς πληγές τους ἔκαψαν µὲ φωτιά. Στὴν συνέχεια τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ στὸν Ἀντώνιο, ἐπειδὴ αὐτὸς ἔφτυσε κατὰ πρόσωπο τὸν ἀποστάτη τοῦ Χριστιανισµοῦ, αὐτοκράτορα Ἰουλιανό, καὶ µακάρισε τοὺς γονεῖς του, ποὺ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸν Θεό, πάνω στὸ βασανιστικὸ ξύλο. Ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, ποὺ ὑπέστη ὁ Ἀντώνιος, στάλθηκε στὸν δούκα Ἀγριππίνο. Αὐτὸς τὸν ἔβαλε µέσα σ΄ ἕνα καζάνι µὲ βραστὸ νερὸ καὶ κατόπιν τὸν ἔριξε στὰ ἄγρια θηρία. Ἀπ΄ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἀντώνιος, µὲ θαυµατουργικὸ τρόπο, βγῆκε ζωντανὸς καὶ εἵλκυσε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ 40 νεαρὰ παιδιά, ποὺ ἀµέσως ἀποκεφάλισαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ βασιλιᾶ. Ἔπειτα ἅπλωσαν τὸν Ἅγιο ἐπάνω σὲ πυρακτωµένο µεταλλικὸ κρεβάτι καὶ τὸν ἔδειραν ἀλύπητα µὲ χοντρὰ ῥαβδιά. Ἐπειδὴ ὅµως καὶ ἀπ΄ αὐτὰ βγῆκε µὲ τὴν θεία χάρη ἀβλαβής, στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Οἱ Ἅγιοι Αὖκτος, Ταυρίων καὶ Θεσσαλονίκη Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ µαρτύρησαν στὴν Ἀµφίπολη τῆς Μακεδονίας, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν Καβάλα. Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν κόρη ἑνὸς ἱερέα τῶν εἰδώλων, ποὺ ὀνοµαζόταν Κλέων καὶ ἦταν ἀρκετὰ πλούσιος. Ὅταν ἔµαθε ὅτι ἡ κόρη του ἔγινε χριστιανή, θερµὰ τὴν παρακάλεσε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, πρᾶγµα ποὺ δὲν κατόρθωσε. Τότε τὴν γύµνωσαν καὶ τὴν µαστίγωσαν τέσσερις ἄνδρες µὲ µαστίγια ἀπὸ ὠµὰ δέρµατα. Ἔπειτα ἔσπασαν τὰ πλευρά της καὶ ἀφοῦ πῆραν τὴν περιουσία της τὴν ἐξόρισαν, ὅπου ὁµολογῶντας τὸν Χριστὸ ἀπεβίωσε. Οἱ δὲ Αὖκτος καὶ Ταυρίων, ἀφοῦ κατηγόρησαν τὸν ὠµὸ βασανιστὴ καὶ φονιὰ τῆς Θεσσαλονίκης, καταγγέλθηκαν στὸν ὑπατικὸ Θορύβιο. Αὐτὸς διέταξε τὸν λιθοβολισµό τους καὶ κατόπιν µία σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων. Ἐπειδὴ ὅµως οἱ Ἅγιοι µὲ θαυµατουργικὸ τρόπο βγῆκαν ἀπ΄ ὅλα αὐτὰ σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς, διατάχθηκε ὁ ἀποκεφαλισµός τους καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἔνδοξα στεφάνια τοῦ µαρτυρίου. Ὁ Ἅγιος Ἀθηνόδωρος Δὲν γνωρίζουµε κανένα βιογραφικό του στοιχεῖο. (Ἄλλες ἁγιολογικὲς πηγὲς ἀναφέρουν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυµατουργοῦ καὶ ὄχι ὁ πιὸ κάτω Γρηγόριος). Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Τὸ µόνο ποὺ γνωρίζουµε γι᾿ αὐτὸν εἶναι ὅτι ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θαυµατουργοῦ. (Ἄλλοι ὅµως ἀµφιβάλλουν). Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαξιµιανοῦ (298) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη. Ὁδηγήθηκε στὸ βῆµα τοῦ τυράννου, ἐπειδὴ κλώτσησε τὸν βωµὸ τῶν εἰδώλων καὶ σκόρπισε τὰ εἰδωλόθυτα ποὺ ἦταν πάνω σ΄ αὐτόν. Ἀµέσως τότε διατάχθηκε ὁ ἀποκεφαλισµός του καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Ὁ Ὅσιος Λάζαρος ὁ θαυµατουργός, ὁ Γαλλησιώτης Ὁ Ὅσιος Λάζαρος ἦταν ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Γεννήθηκε τὸν 11ο αἰῶνα σ΄ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴν Μαγνησία (πρὸς τὸν Νέανδρο ποταµό), ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Νικήτα καὶ τὴν Εἰρήνη. Ὅταν ἀκόµα ἦταν ἕξι χρονῶν, ἐπιδόθηκε στὸν πνευµατικὸ στίβο µέσα στὸ µοναστήρι τῶν Ὀρόβων. Ἐκεῖ ἔµεινε ἐπὶ πέντε χρόνια διδασκόµενος. Ὅµως, ἀπὸ θεῖο ζῆλο κινούµενος, θέλησε νὰ προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἔτσι ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴν μονὴ καὶ πῆγε στὰ Ἱεροσόλυµα. Μετὰ τὴν προσκύνηση τῶν ἐκεῖ ἱερῶν, ἐπισκέφθηκε τὴν µονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου κοινοβίασε, ἀφοῦ ἔγινε µοναχὸς καὶ κατόπιν ἱερέας. Κατὰ τὴν ἐπανάσταση τῶν Ἀράβων, ποὺ βεβήλωναν τὰ ἱερά, ἀναγκάστηκε καὶ ἔφυγε στὴν Ἔφεσο, σ΄ ἕνα ἔρηµο ὄρος ἀντίκρυ τῆς πόλης, ποὺ ὀνοµαζόταν Γαλλήσιο. Ἐκεῖ, στὴν ἀρχὴ µόνος ζοῦσε σ΄ ἕνα κελί, ἀλλ΄ ἀργότερα µαζεύτηκαν γύρω του καὶ ἄλλοι µοναχοί. Ὁ δὲ Μονοµάχος Κωνσταντῖνος (1042-1054), ἐξόριστος τότε στὴν Μυτιλήνη, ἄκουσε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ ὁσίου καὶ ἔκτισε ὡραιότατο ναὸ τῆς Ἀναστάσεως στὸ Γαλλήσιο ὄρος, καὶ τὸν προίκισε µὲ πολλὰ ἱερὰ κειµήλια. Ὁ δὲ Ὅσιος Λάζαρος, ἀνήγειρε κοντὰ στὸν ναὸ στύλο, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στὴν κορυφή του καὶ ἀσκήτευε χειµῶνα – καλοκαῖρι, ἐκτεθειµένος σὲ καύσωνες καὶ παγωνιές. Ὁ Θεὸς ἐπίσης, ἔδωσε στὸν ὅσιο Λάζαρο καὶ τὸ χάρισµα νὰ θαυµατουργεῖ. Ἔτσι αὐστηρὰ ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε τὴν ζωή του, πέθανε µὲ ἁγιότητα σὲ βαθιὰ γεράµατα (1054). Ὁ Ὅσιος Ἀµβρόσιος
|
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|