19 Νοεμβρίου
|
|
Ὁ Προφήτης Ὀβδιοῦ ἢ Ἀβδιοῦ Τὸ ὄνοµά του σηµαίνει «δοῦλος Κυρίου». Ἔζησε στὸ δεύτερο µισὸ τοῦ 6ου αἰῶνα π.Χ. (κατ΄ ἄλλη ἐκδοχὴ τὸ 800 π.Χ.) καὶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα µικροὺς λεγόµενους προφῆτες. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Συχὲµ (ἐκ τοῦ ἀγροῦ Βηθοχαρὰµ ἢ Βαθαχαράµ) καὶ µὲ τὴν σύντοµη προφητεία του αὐστηρὰ παρατηρεῖ µὲ ἰσχυρὲς ποιητικὲς ἐκφράσεις τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν πτώση τοῦ Ἰσραήλ. Νὰ τί λέει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια: «Ὑπερηφάνεια τῆς καρδίας σου ἐπῆρε σε κατασκηνοῦντα ἐν ταῖς ὀπαῖς τῶν πετρῶν, ὑψῶν κατοικίαν αὐτοῦ, λέγων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ- τὶς κατάξει µε ἐπὶ τὴν γῆν; ἐὰν µετεωρισθῆς ὡς ἀετὸς καὶ ἐὰν ἀνὰ µέσον τῶν ἄστρων θῇς νοσσιᾶν σου, ἐκεῖθεν κατάξω σε, λέγει Κύριος» Δηλαδή: ἡ ὑπερηφάνεια τῆς καρδιᾶς σου σὲ ἔκανε νὰ φρονεῖς πολὺ ὑψηλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ὅτι τάχα κατοικεῖς σὲ φαράγγια καὶ σπηλιὲς τῶν ὀρέων καὶ γενικὰ ἀπόρθητες περιοχές. Ἔχεις κτίσει τὴν κατοικία σου σὲ πολὺ ὕψος, πιστεύεις ὅτι εἶσαι ἰσχυρὸς καὶ ἀνίκητος καὶ λὲς ἀπὸ µέσα σου: Ποιὸς θὰ µπορέσει νὰ µὲ κατεβάσει στὴν γῆ; Καὶ ἂν ἀκόµα πετάξεις σὲ µεγάλα ὕψη σὰν τὸν ἀετό, καὶ ἂν στήσεις τὴν φωλιά σου ψηλὰ ἀνάµεσα στ΄ ἀστέρια, ἀπὸ ἐκεῖ θὰ σὲ καταρρίψω καὶ θὰ σὲ κατεβάσω, λέγει ὁ Κύριος. Ἂς προσέξουµε, λοιπόν, τὰ λόγια του προφήτη καὶ ἂς καλλιεργοῦµε τὸ θεµέλιο τῶν ἀρετῶν, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση. Νὰ ἀναφέρουµε ἐπίσης, ὅτι ὁ Ὁβδιοῦ ἦταν µαθητὴς τοῦ προφήτου Ἡλίου, ἐπὶ τῆς βασιλείας Ὀχοζία, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τὸν Ὀβδιοῦ στὸν Ἠλία γιὰ νὰ τὸν πείσει νὰ κατεβεὶ ἀπὸ τὸ βουνὸ πρὸς τὸν βασιλιά. Μετὰ τὴν µετάβαση τοῦ Ἠλία στὸν Ὀχοζία, ὁ Ὀβδιοῦ παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν θέση τοῦ πεντηκοντάρχου, ἀκολούθησε τὸν προφήτη Ἠλία καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε. Ὅταν πέθανε ἐτάφη στὸν τάφο τῶν πατέρων του. Ὁ Ἅγιος Βαρλαάµ Ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστοµος θεώρησαν χρέος τους νὰ ἀσχοληθοῦν στὸ δίκαιο ἐγκώµιο τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ ἀθλητῆ τῆς πίστης. Παρὰ τὰ βαθιὰ γεράµατά του, ὅταν τὸν ἔφεραν µπροστὰ στὸν ἔπαρχο Ἀντιοχείας, τὸν ἀντιµετώπισε µὲ θαυµαστὴ εὐψυχία. Ἔτσι τὸν µαστίγωσαν µὲ νεῦρα βοδιοῦ καὶ τοῦ ξερίζωσαν τὰ νύχια. Ἐπειδὴ ὅµως δὲν ὑποχωροῦσε ἄναψαν κάρβουνα καὶ ἑτοιµάστηκαν νὰ βάλουν τὰ χέρια του ἐπάνω σ΄ αὐτά. Ἀλλὰ ἐκεῖνος τοὺς πρόλαβε. Βάδισε µόνος του καὶ ἔβαλε τὸ δεξί του χέρι στὴ φωτιά. Καὶ ἐνῷ καίγονταν οἱ σάρκες καὶ τὰ κόκκαλά του, ὁ γέροντας Βαρλαὰµ ὑµνοῦσε καὶ εὐλογοῦσε τὸν Κύριο. Μετὰ ἀπὸ λίγο παρέδιδε καὶ τὴν τελευταία του πνοή, ἀλλὰ κράτησε καὶ ἀµετακίνητη τὴν πίστη του (304 µ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Ἄζης ὁ θαυµατουργός Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (289 µ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Ἰσαύρων. Ἦταν στρατιωτικὸς στὸ ἐπάγγελµα, ἀλλὰ ἄφησε τὴν στρατιωτικὴ ζωὴ καὶ ζοῦσε στὴν ἔρηµο, ὅπου ἔκανε πολλὰ θαύµατα. Τὸν κατάγγειλαν ὅµως κάποιοι κυνηγοί, ποὺ τὸν εἶχαν δεῖ, καὶ στάλθηκε στρατιωτικὸ ἀπόσπασµα γιὰ νὰ τὸν συλλάβει. Ὅταν τὸν συνέλαβαν, βαθιὰ µέσα στὴν ἔρηµο, οἱ στρατιῶτες δίψασαν καὶ δὲν ἔβρισκαν πουθενὰ νερό. Τότε ὁ Ἄζης, διὰ τῆς προσευχῆς, ἔκανε νὰ πεταχθεῖ µπροστά τους νερὸ καὶ ἔτσι ξεδίψασαν. Τὸ θαῦµα αὐτὸ ἔκανε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό. Ὅταν τελικὰ ὁ Ἄζης ὁδηγήθηκε στὸν ἔπαρχο Ἀκυλίνο, ὁµολόγησε µὲ θάρρος τὸν Χριστό. Τότε τὸν ἔδεσαν σ΄ ἕνα τροχὸ καὶ ἀπὸ κάτω ἄναψαν φωτιά. Ἀλλὰ ἐνῷ ἡ φλόγα ὑψώθηκε, µὲ µιᾶς ἀµέσως ἔσβησε. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προσείλκυσε στὸν χριστιανισµὸ τὴν σύζυγο καὶ τὴν θυγατέρα τοῦ ἐπάρχου. Ὁ Ἀκυλίνος γιὰ νὰ ξεφορτωθεῖ ὁριστικὰ τὸν Ἄζη, διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Οἱ Ἅγιοι 150 Μάρτυρες Στρατιῶται Αὐτοὶ πίστεψαν διὰ τοῦ Ἁγίου Ἄζη στὸν Χριστὸ καὶ µαρτύρησαν διὰ ξίφους. Οἱ Ἁγίες µάνα καὶ θυγατέρα Ἦταν σύζυγος καὶ κόρη τοῦ ἔπαρχου Ἀκυλίνου, ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Ἄζη καὶ µαρτύρησαν διὰ ξίφους. Οἱ Ἅγιοι 12 Μάρτυρες Στρατιῶται Μαρτύρησαν διὰ ξίφους, ἴσως τὴν ἐποχὴ τῶν πιὸ πάνω 150 Ἁγίων µαρτύρων στρατιωτῶν. Ὁ Ἅγιος Ἀγάπιος Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ διέπρεψε γιὰ τὴν σεµνότητα τῆς ζωῆς του. Συνελήφθη ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Μαξιµίνο (311-313), ἐπὶ δούκα Οὐρβανοῦ, γιὰ τὸ λόγο ὅτι ἦταν χριστιανός. Τότε τὸν διαπόµπευσαν µέσα στὸ στάδιο καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἄφησαν γιὰ τροφὴ στὰ ἄγρια θηρία. Αὐτὰ τὸν κατασπάραξαν, ἀλλὰ τὸν ἄφησαν µισοπεθαµένο. Σ΄ αὐτὴ τὴν κατάσταση τὸν ἔριξαν στὴν φυλακὴ καὶ τὴν ἑπόµενη µέρα τὸν ἔπνιξαν στὴν θάλασσα. Ὁ Ἅγιος Ἡλιόδωρος ἀπὸ τὴν Μαγιδὼ τῆς Παµφιλίας Μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (272) στὴν Μαγιδὼ τῆς Παµφυλίας, ὅταν ἡγεµόνευε στὴν πόλη αὐτὴ ὁ Ἀέτιος. Ὁ Ἠλιόδωρος λοιπόν, συνελήφθη καὶ ἐπειδὴ δὲν πείστηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, στὴν ἀρχὴ ξέσχισαν τὶς πλευρές του µὲ σιδερένια νύχια καὶ ἔπειτα ἔκαψαν τὶς πληγές του µὲ ἀναµµένες ἀπὸ ῥητίνη λαµπάδες. Παρὰ λίγο ὁ Ἅγιος νὰ λιποψυχήσει. Ἀλλὰ διὰ τῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Κύριο, ἡ ψύχή του στερεώθηκε. Ἀκολούθησε σειρὰ σκληρῶν καὶ φρικτῶν βασανιστηρίων, ἀλλ΄ ἡ σταθερότητα τῆς πίστης τοῦ Ἠλιόδωρου δὲν κάµφθηκε. Τελικὰ ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ ἐκεῖ ὑπέστη τὸν δι᾿ ἀποκεφαλισµοῦ θάνατο. Οἱ Ἅγιοι Ἄνθιµος, Θαλλελαῖος, Χριστοφόρος, Εὐφηµία καὶ τὰ παιδιά τους καὶ Παγχάριος Δὲν βρίσκουµε κανένα στοιχεῖο γιὰ τὴν ζωή τους καὶ τὸ µαρτύριό τους. Ὁ Ὅσιος Βαρλαάµ ἡγούµενος τοῦ Σπηλαίου (Ῥῶσος) (+ 1065) Ὁ Ὅσιος Σίµων Ἡ τοῦ Ὁσίου Σίµωνος µνήµη δὲν ἀπαντᾷ οὔτε εἰς τὰ ἔντυπα Μηναῖα οὔτε εἰς τὸν Συναξαριστὴν Νικόδηµου· ἀπαντᾷ εἰς τὸν Παρισινὸν Κώδ. 1621 (αἰών. ιγ΄), ἔνθα περὶ αὐτοῦ ἀναγινώσκοµεν ταῦτα: Οὗτος ἦν ἐκ Καλαβρίας µοναχὸς µονῆς µεγάλης καὶ θαυµαστῆς· ὅτε ποτὲ ἐστάλησαν εἰς διακονίαν µοναχοί τινες ἐκ τῆς µονῆς παρὰ τὴν θάλασσαν συνελήφθησαν ὑπὸ πειρατῶν Τούρκων καὶ ὡδηγήθησαν εἰς τὴν Ἀφρικήν· πρὸς ἐξαγορὰν τῶν αἰχµαλώτων ἀδελφῶν ἐλθὼν οὗτος καὶ εὑρὼν αὐτοὺς διηρώτα ἐν συγκινήσει τὰ κατ΄ αὐτούς, ὅτε πλησιάσας Ἀγαρηνὸς ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ νὰ ῥαπίση τὸν ὅσιον, ἀλλ΄ ἐξηράνθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ· τὸ αὐτὸ ἐπανελήφθη καὶ εἰς τὸν δεύτερον ἐλθόντα· ὅτε οἱ ἄλλοι οἱ µέτ΄ αὐτοῦ ἀπήγαγαν αὐτὸν εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου καὶ διηγήθησαν τὰ διατρέξαντα, ἐκ τούτων ὁ ἄρχων κατεπλάγη καὶ παρεκάλεσε τὸν ὅσιον δι᾿ εὐχῆς ν΄ ἀποκαταστήσῃ τὰς ἐξηραµένας τῶν στρατιωτῶν χεῖρας· καὶ τούτου γενοµένου, διέταξε νὰ µεταφέρωσιν ἐν τιµῇ τοὺς αἰχµαλώτους µοναχοὺς εἰς τὸν τόπον αὐτῶν. Κατὰ δὲ τὸ ταξίδιον, ἀπολιπόντος τοῦ ὕδατος διὰ προσευχῆς τὸ τῆς θαλάσσης ὕδωρ µετέβαλεν εἰς γλυκύτητα ὅπερ ἐκίνησεν εἰς θαυµασµὸν τοὺς ἀπίστους· ἐγένετο αὐτουργὸς καὶ ἄλλων θαυµάτων καὶ ἐκοιµήθη ἐν εἰρήνῃ (Ἁγιολόγιο Σ. Εὐστρατιάδη, σελ. 425). Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ὁ Ἴβηρ, ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ Ἔζησε τὸν 9ο αἰῶνα. Ἔπαιξε σπουδαῖο ῥόλο στὴν θρησκευτικὴ ζωὴ τοῦ τόπου του (Γεωργία). Ταξίδευσε στοὺς Ἁγίους Τόπους, στὴ Κωνσταντινούπολη καὶ στὴν Βιθυνία, ὅπου γνωρίστηκε µὲ ἄλλους πνευµατικοὺς πατέρες. Κατόπιν ταξίδευσε στὴν Ῥώµη διὰ Θεσσαλονίκης, ὅπου ἔκανε θαύµατα. Ἐπανερχόµενος ἔµεινε στὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔκτισε καὶ ἱερὸ ναὸ τὸ 870. Τὸ ἔργο του, ποὺ ἦταν κυρίως διδακτικό, ὑπῆρξε ἐξαιρετικὸ γιὰ τοὺς Θεσσαλονικεῖς. Πέθανε τὸ 875.
|
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|