15 Νοεμβρίου
|
|
Οἱ Ἅγιοι Γουρίας, Σαµωνᾶς καὶ Ἄβιβος οἱ Ὁµολογητὲς (Ἀρχίζει ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων) Ὁ Γουρίας καὶ ὁ Σαµωνᾶς, ἀγωνιζόµενοι τὸν ἱερὸ ἀγῶνα τῆς χριστιανικῆς πίστης, συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν ἡγεµόνα Ἀντωνῖνο, κατὰ τὸν διωγµὸ ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Καὶ ἀφοῦ ὑπέστησαν µὲ θαυµαστὴ ὑποµονὴ πολλὰ βάσανα, ἀποκεφαλίσθηκαν. Ὁ Ἄβιβος ἔζησε λίγα χρόνια ἀργότερα καὶ ἦταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Ἔδεσσας ποὺ ὀνοµαζόταν Ἀποθελσαία. Τότε βασιλιὰς ἦταν ὁ Λικίνιος, ὁ γνωστὸς ἀντίπαλος τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Ὁ Ἄβιβος, λοιπόν, προχειρίσθηκε ἱεροδιάκονος καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν µεγάλη εὐσέβειά του καὶ τὸν πολὺ ζῆλο γιὰ τὸ ὑπούργηµά του. Ἰδιαίτερα, ὅµως, διακρινόταν γιὰ τὴν θερµὴ ἀγάπη του στὸ ἱερὸ κήρυγµα, τηρῶντας τὸ θεόπνευστο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ λέει: «Κήρυξον τὸν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως καὶ ἀκαίρως, ἔλεγξον, ἐπιτίµησον, παρακάλεσον, ἐν πάσῃ µακροθυµίᾳ καὶ διδαχῇ». Κήρυξε, δηλαδή, τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, στάσου ἐπιτηρητὴς καὶ καθοδηγὸς στοὺς ἀκροατές σου, ὄχι µόνο σὲ κατάλληλες περιστάσεις, ἀλλὰ καὶ σ΄ ἐκεῖνες ποὺ φαίνονται ἀκατάλληλες περιστάσεις, ἔλεγξε, ἐπίπληξε, παρηγόρησε µὲ κάθε µακροθυµία καὶ µὲ κάθε µέθοδο διδασκαλίας. Ὁ ἡγεµόνας Λυσανίας, ὅταν εἶδε τὸν Ἄβιβο νὰ προσελκύει πολλοὺς εἰδωλολάτρες µὲ τὸ θερµό του κήρυγµα, τὸν συνέλαβε. Καὶ ἀφοῦ τὸν κρέµασε σὲ στύλο καὶ τὸν ἔσχισε µὲ σιδερένια νύχια, ἔπειτα τὸν ὁδήγησε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου τὸν ἔριξε µέσα στὴν φωτιά· ἔτσι ὁ Ἄβιβος παρέδωσε τὸ πνεῦµα του στὸν Θεό. Ὁ Ὅσιος Κυντίων (ἢ Κυντιρίων ἢ Κυντιανὸς ἢ Κυντιριανός), ἐπίσκοπος Σελευκείας Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς 318 Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ὑπῆρξε ἀσκητικὸς ἀλλὰ καὶ θαυµατουργός. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Μνήµη τῶν εὐσεβῶν βασιλέων Ἰουστίνου καὶ Θεοδώρας Ἐδῶ τὰ πράγµατα εἶναι λίγο συγκεχυµένα. Ἄλλες πῆγες ἀναφέρουν αὐτὴ τὴν µέρα τὴν µνήµη Ἰουστινιανοῦ καὶ Θεοδώρας καὶ ἄλλες Ἰουστίνου καὶ Εὐφηµίας. Πάντως ὅσο ἀφορᾷ τὸν Ἰουστίνο, καταγόταν ἀπὸ τὴν Θράκη καὶ προηγουµένως ἦταν βοσκὸς προβάτων καὶ χοίρων. Κατόπιν ἔγινε στρατιώτης, ἔπειτα κόµης καὶ στὸ τέλος βασιλιὰς τὸ 518. Εἶχε δὲ γυναῖκα κάποια Λουπικία, ποὺ τὴν ἔκανε Αὐγούστα καὶ µετονόµασε Εὐφηµία. Ὅταν πέθανε ἡ γυναῖκα του αὐτή, πῆρε ἄλλη µὲ τὸ ὄνοµα Θεοδώρα. Ὁ Ἰουστίνος, ἂν καὶ ἀγράµµατος, συµµάζεψε καὶ νοικύρεψε τὸ κράτος καὶ ὑπῆρξε πολὺ εὐσεβὴς χριστιανὸς βασιλιάς, βοηθῶντας παντοιοτρόπως τὴν Ἐκκλησία. Βασίλευσε ἐννέα χρόνια καὶ 33 ἡµέρες. Οἱ Ἅγιοι Ἐλπίδιος, Μάρκελλος καὶ Εὐστόχιος Ὁ Ἐλπίδιος, µέλος τῆς Συγκλήτου, ἔζησε ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης (361 µ.Χ.), ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τὸν ἔπιασε, τοῦ εἶπε νὰ διαλέξει µεταξὺ τῆς ἄρνησης τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ µαρτυρικοῦ θανάτου. Ὁ Ἐλπίδιος χωρὶς περιστροφὲς διάλεξε τὸ δεύτερο. Μαζὶ µ΄ αὐτὸν συµβάδισαν πρὸς τὸ µαρτύριο καὶ δυὸ συνάδελφοι φίλοι του, ὁ Μάρκελλος καὶ ὁ Εὐστοχίας. Ἀφοῦ στὶς σάρκες τους ἔριξαν καυτὸ νερό, κατόπιν ἔσπασαν τὰ ἄκρα τῶν σωµάτων τους µὲ βαρειὰ σιδερένια ῥαβδιά. Καὶ ἡ µανία τῶν ἀπίστων δὲν σταµάτησε ἐδῶ. Σ΄ αὐτὴν τὴν κατάσταση ποὺ βρίσκονταν, τοὺς ἔριξαν στὴν φωτιὰ καὶ ἔτσι παρέδωσαν τὸ πνεῦµα τους, µαρτυρικὰ ὁλοκαυτώµατα ὑπὲρ τῆς ἁγίας πίστης. Ὁ Ἅγιος Δηµήτριος Συνελήφθη στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαξιµιανοῦ καὶ τοῦ ἄρχοντα Πουπλίου, τὸ 298. Ἀφοῦ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια γιὰ τὸν Χριστό, στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν. (Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Δαβούδιο, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν πόλη Ἀµάπασος). Οἱ Ἅγιοι Εὐψύχιος, Νέαρχος καὶ Καρτέριος Ἡ µνήµη τῶν τριῶν αὐτῶν µαρτύρων, ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 καὶ στὸν Πατµιακὸ 266 µετὰ τῆς συνοδείας αὐτῶν. Περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὴ ζωή τους δὲν ὑπάρχουν. Ὁ Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (Ῥῶσος) Ἐπιγραµµατικὰ καὶ µὲ χρονολογικὴ σειρὰ ἀναφέρουµε τὰ σηµαντικότερα γεγονότα τῆς ζωῆς του: Γεννήθηκε στὶς 21 Δεκεµβρίου τοῦ 1722. Τὸ 1734 εἰσάγεται στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Κιέβου. Τὸ 1738 µπαίνει στὰ µοναστήρια Λιούµπετζ καὶ Μετθεντόφσκυ κοντὰ στὸ Κίεβο. Τὸ 1741 γίνεται ῥασοφόρος µοναχός, µετονοµασθεὶς Πλάτων. Τὸ 1743 µετακοµίζει στὶς σκῆτες τῆς Βλαχίας, ὅπου ζεῖ µὲ τὸν γέροντα Βασίλειο. Τὸ 1746 πηγαίνει στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ 1750 κείρεται µοναχὸς ἀπ΄ τὸν γέροντα Βασίλειο, µετονοµασθεὶς Παΐσιος. Τὸ 1754 ξεκινᾷ τὴν κοινοβιακὴ ζωὴ µὲ τὸν Βησσαρίωνα. Τὸ 1758 χειροτονεῖται ἱερέας καὶ ἱδρύει τὴν σκήτη τοῦ Προφ. Ἠλία. Τὸ 1763 µετακινεῖται στὴ Δραγοµίρνα. Τὸ 1775 στὴν µονὴ Σεκούλ. Τὸ 1779 στὴν µονὴ Νιαµέτς. Τὸ 1790 γίνεται ἀρχιµανδρίτης καὶ πεθαίνει στὶς 15 Νοεµβρίου τοῦ 1794.
|
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|