03 Δεκεμβρίου
|
|
Ὁ Προφήτης Σοφονίας Ἔζησε τὸν 7ο αἰῶνα π.Χ. ἐπὶ βασιλέως Ἰωσίου. Εἶναι ὁ ἔνατος ἀπὸ τοὺς µικροὺς λεγόµενους προφῆτες καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Συµεὼν ἢ κατ᾿ ἄλλους τοῦ Λευΐ. Τὸ ὄνοµά του σηµαίνει «ὁ Γιαχβὲ κρύπτει», δηλαδὴ περιφρουρεῖ, προστατεύει. Τὸ προφητικό του βιβλίο διαιρεῖται σὲ τρία µικρὰ κεφάλαια. Στὸ πρῶτο ἀπειλεῖ τοὺς Ἰουδαίους, ἐπειδὴ παρεξέκλιναν ἀπὸ τὸν Κύριο στὴν εἰδωλολατρία. Στὸ δεύτερο προλέγει τὴν καταστροφὴ τῆς Γάζας, τῆς Ἀσκαλῶνος, τῆς Ἀζώτου, τῆς Δαµασκοῦ, τῆς Αἰθιοπίας, τῆς Ἀσσυρίας καὶ ἄλλων ἀκόµα χωρῶν. Στὸ τρίτο ἐλέγχει τὴν Ἱερουσαλὴµ γιὰ τὴν διαφθορά της, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀνοµάζει ἐπιφανῆ, σὰν κοιτίδα λυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τέλος, χαιρετίζει µὲ ἀγαλλίαση τὴν µέλλουσα ἐµφάνιση τοῦ Κυρίου στὴν Σιών. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς µίλησε µὲ τὸ στόµα τοῦ προφήτη καὶ νὰ τί εἶπε γιὰ τοὺς ἀνόµους ἀνθρώπους: «Ἐξαρῶ τοὺς ἀνόµους ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, λέγει Κύριος… καὶ τοὺς ἐκκλίνοντας ἀπὸ τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς µὴ ζητοῦντας τὸν Κύριον καὶ τοὺς µὴ ἀντεχοµένους τοῦ Κυρίου». Σοφονίας, Α´ 3, 6. Θὰ ξεριζώσω, λέει ὁ Κύριος, τοὺς ἀνόµους ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Καὶ θὰ τιµωρήσω αὐτοὺς ποὺ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, αὐτοὺς ποὺ δὲν ζητοῦν µὲ τὴν προσευχὴ τοὺς τὸν Κύριο καὶ δὲν κρατοῦν Αὐτὸν σὰν στήριγµά τους. Ὁ προφὴτης Σοφονίας πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν τόπο τῶν πατέρων του. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, ἱεροµόναχος, ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας (607-609) Τὰ θερµά του κηρύγµατα, ἡ ζωντανή του πίστη, ἡ ἀκούραστη φιλανθρωπία του πρὸς τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς ἐγκαταλελειµµένους, τραβοῦσαν σὰν δίχτυα µεγάλο πλῆθος εἰδωλολατρῶν καὶ τοὺς ἔφερναν στοὺς κόλπους τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτὸ κινήθηκαν µὲ θανάσιµο µῖσος ἐναντίον του οἱ ἱερεῖς τῆς εἰδωλολατρίας, µαζὶ µὲ τοὺς ἄρχοντές τους. Κάποια µέρα, ὑποκίνησαν πλῆθος εἰδωλολατρῶν, µεταξὺ δὲ αὐτῶν µέθυσους καὶ ἐγκληµατίες, καὶ ἐπετέθησαν κατὰ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Θεοδώρου τὴν στιγµὴ ποὺ ἐπέστρεφε ἀπὸ συνοικία, ποὺ εἶχε πάει µὲ δυὸ ἱερεῖς γιὰ νὰ παρηγορήσει ψυχὲς καὶ νὰ µοιράσει ἐλεηµοσύνη. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν ἔπιασαν, τὸν ἔδειραν, τὸν ἔφτυσαν, τοῦ φόρεσαν ἀκάνθινο στεφάνι στὸ κεφάλι καὶ τὸν τριγυρνοῦσαν στοὺς δρόµους καὶ τὶς πλατεῖες. Ὅταν τὸ πληροφορήθηκαν οἱ ἀρχές, ἔστειλαν στρατιωτικὸ ἀπόσπασµα καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Αὐθηµερόν, µετὰ τὴν τυπικὴ διαδικασία, ἐπειδὴ ὁ Θεόδωρος ἔµενε ἀµετακίνητος στὴν ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ, καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Βεβαίωσε τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη του, ἀφοῦ ὑπέστη καρτερικὰ καὶ γενναῖα, ὄχι µόνο τὰ προηγούµενα µαρτύρια, ἀλλὰ καὶ τὸ µαρτύριο τοῦ ἀποκεφαλισµοῦ. Τὸ δὲ τίµιο λείψανό του, τάφηκε στὴν δική του πόλη, τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος ὁ Κύπριος, ὁ σαλὸς Κύπριος ἀσκητὴς ἄγνωστης ἐποχῆς, ποὺ λόγῳ τῆς µεγάλης του ἄσκησης ἀξιώθηκε διορατικοῦ πνεύµατος ὑποκρινόµενος τὸν σαλὸ (τρελό) καὶ ἔλεγχε τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὶς ἀνοµίες ποὺ διέπρατταν. Ἔτσι ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά, τὸ δὲ λείψανό του γιατρεύει θαυµατουργικὰ πολλὲς ἀσθένειες. Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος «ὁ ἀπὸ Ἐπάρχων» Ὑπῆρξε πατρίκιος στὰ χρόνια τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395) καὶ ἦταν ἄνδρας διάσηµος γιὰ τὴν σύνεση, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν σεµνότητα τῆς ζωῆς του. Ἔτσι προήχθη στὸ ἀξίωµα τοῦ Ἐπάρχου ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Θεοδόσιο. Βλέποντας ὅµως τὶς ἀδικίες τῶν ἰσχυρῶν, ἀηδίασε καὶ ἀφοῦ παραιτήθηκε τοῦ ἀξιώµατός του, ἰδιώτευε. Μετὰ δυὸ χρόνια ἀπὸ τὸν γάµο του, πέθανε ἡ σύζυγός του καὶ αὐτὸς πῆγε στὴν Ἔδεσσα, ἀφοῦ µοίρασε τὴν µεγάλη του περιουσία σὲ φτωχοὺς καὶ εὐαγῆ ἱδρύµατα. Ἐκεῖ, καὶ ἐνῷ ἦταν στὸ 42ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, ἀνέβηκε πάνω σ᾿ ἕνα στῦλο καὶ µὲ τὶς πιὸ ἀντίξοες συνθῆκες ἔκανε σκληρὴ ἄσκηση. Ἔτσι, µὲ ἄσκηση καὶ προσευχή, ἀφοῦ ἔζησε γιὰ ἄλλα 40 χρόνια πάνω στὸ στῦλο, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἡσυχαστής, ἐπίσκοπος Κολωνίας Γεννήθηκε στὴν Νικόπολη τῆς Ἀρµενίας τὸ 454 ἀπὸ τὸν Ἐγκράτιο καὶ τὴν Εὐφηµία καὶ ἐπὶ βασιλέως Μαρκιανοῦ (450-457). Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του, οἰκοδόµησε ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ µόναζε ἐκεῖ µαζὶ µὲ 10 µοναχούς. Λόγῳ τῆς µεγάλης του ἀρετῆς, 28 χρονῶν, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Κολωνίας. Ἀφοῦ διευθέτησε τὰ ἐκεῖ ἐκκλησιαστικὰ πράγµατα γιὰ ἐννιὰ χρόνια, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυµα καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ἐκεῖ ἀπέκρυψε τὸ ἀληθινό του ἀξίωµα καὶ ὁρίστηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σάββα σὰν ὑπηρέτης στὸν ξενῶνα καὶ στὸ µαγειρεῖο, ὑπακούοντας µὲ κάθε ταπεινοφροσύνη. Βλέποντας ὁ Ἅγιος Σάββας τὴν µεγάλη του ἀρετή, σύστησε στὸν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύµων, Ἠλία, νὰ χειροτονήσει τὸν Ἰωάννη διάκονο καὶ πρεσβύτερο. Τότε ὁ Ἰωάννης, χωρὶς νὰ µπορεῖ νὰ κάνει ἀλλιῶς, φανέρωσε τὸ ἀξίωµά του καὶ ἔµεινε στὴν Λαύρα δώδεκα χρόνια καὶ στὴν Ῥουθὰ ἕξι χρόνια. Κατόπιν πέρασε ἀσκητικὰ τὰ χρόνια του σὲ διάφορες ἐρήµους γιὰ 48 ὁλόκληρα χρόνια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ 104 χρονῶν. Οἱ Ἅγιοι Ἀγάπιος, Σέλευκος, Μάµας, Ἴνδης, Δόµνα, Γλυκέριος καὶ 40 Μάρτυρες «ἐν Σοφιαναῖς» Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Ἡ µνήµη µερικῶν ἐξ αὐτῶν ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 28η Δεκεµβρίου). Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ, ἱεροµάρτυρας, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ὁ Γαβριὴλ ἦταν ἐπίσκοπος Γάνου καὶ Χώρας. Βρέθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1657 καὶ διαδέχτηκε ἀντικανονικὰ στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο τὸν ἀπαγχονισθέντα, ἀπὸ τοὺς Τούρκους, Πατριάρχη Παρθένιο τὸν Γ´. Ἐπειδὴ ὅµως ἦταν ἀγράµµατος, µετὰ 12 ἡµέρες, ἔφυγε ἀπὸ τὸν Οἰκουµενικὸ Θρόνο καὶ ἦλθε στὴν Προῦσα, ὅπου ἔγινε προεδρικὸς Μητροπολίτης Προῦσας καὶ παρέµεινε γιὰ 10 χρόνια.Ἐκεῖ κατηγορήθηκε ὅτι ἔφερε στὴν χριστιανικὴ πίστη κάποιο μουσουλµάνο καὶ ὁδηγήθηκε στὸν σουλτάνο καὶ βεζύρη. Αὐτοὶ ἀξίωσαν ἀπὸ τὸν μάρτυρα ν᾿ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ νὰ δεχτεῖ τὸν ἰσλαµισµό. Μὲ γενναιότητα ὁ Γαβριὴλ ἀπέρριψε τὴν πρόταση αὐτή, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ βασανιστεῖ σκληρά. Τελικὰ τὸν ἀπαγχόνισαν στὴν Προῦσα στὶς 3 Δεκεµβρίου 1659. Ὁ Ἅγιος Ἀγγελῆς ὁ νεοµάρτυρας, γιατρὸς ἀπὸ τὸ Ἄργος Εὐλαβής, φιλήσυχος, φιλακόλουθος καὶ εὐσεβὴς ὁ Ἀγγελῆς, ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ γιατροῦ στὸ Ἄργος. Σὲ κάποια θρησκευτικὴ συζήτηση µὲ ἕνα Γάλλο, ὑπεραµύνθηκε τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ δέχτηκε νὰ µονοµαχήσει χωρὶς ὅπλο µὲ τὸν Γάλλο, ποὺ ἦταν ὁπλισµένος. Ὁ Γάλλος µπροστὰ στὴν πίστη τοῦ Ἀγγελῆ δείλιασε καὶ ὁ Ἀγγελὴς ἀναδείχτηκε καὶ ἐπίσηµα νικητής. Μετὰ τὴν νίκη αὐτὴ ὁ Ἀγγελῆς, ἀποφάσισε νὰ µαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Ἐγκατέλειψε λοιπὸν τὴν ἰατρικὴ καὶ κλείστηκε στὸ ὑπερῷο τοῦ σπιτιοῦ του. Ξαφνικὰ ὅµως, ἄγνωστο γιὰ ποιὸν λόγο, τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου τοῦ ἔτους 1813, ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ἔγινε μουσουλµάνος! Ἐπειδὴ δηµιούργησε ἐπεισόδιο σὲ καφενεῖο τοῦ Ναυπλίου, ἐνῷ βρισκόταν µεθυσµένος, οἱ ἀρχὲς τὸν ἐξόρισαν στὴν Χίο. Ἐκεῖ, µετανοηµένος, ἔβρεχε κάθε µέρα µὲ δάκρυα µετανοίας τοὺς ναοὺς καὶ προσευχόταν. Ἐπίσης ἔδινε ἀφορµὲς στοὺς Τούρκους, ἐπιζητῶντας τὸ µαρτύριο. Κάποτε µπῆκε σὲ κάποιο Τελωνεῖο καὶ ὁµολόγησε ὅτι ἦταν χριστιανός. Οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔδειραν ἀνελέητα καὶ τὸν ἔκλεισαν σιδηροδέσµιο στὴν φυλακὴ τοῦ Κάστρου τῆς Χίου. Ἀλλὰ ἐπειδὴ παρέµεινε σταθερὸς στὴν χριστιανικὴ ὁµολογία του, ἀποκεφαλίστηκε στὶς 3 Δεκεµβρίου 1813. Ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ὁ Οἰκονόµος
|
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|