Home ΑΡΧΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΝΗΠΤΙΚΟΙ Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής, Περί εξομολογήσεως

Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής, Περί εξομολογήσεως

743
Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής
Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής

Είχαμε την νουθεσία από τον Γέροντα να είμεθα απέναντι στον Θεό και στον ίδιο ειλικρινείς, υπό την έννοια της καθαράς εξομολογήσεως. Έτσι πέρασε η ζωή μας κοντά του. Προσπαθούσα από πλευράς μου να είμαι εντελώς ξεκάθαρος στα μάτια του και να μην του κρύβω  ούτε τον ελάχιστο λογισμό μου. Θα το ένοιωθα σαν πνευματική μοιχεία, εάν κρατούσα κάτι μέσα μου κρυφό.

Οι λογισμοί έπρεπε να είναι εντελώς καθαροί. Το πώς πάω στην αγρυπνία, το πώς πάω στους λογισμούς, στην συναναστροφή με τους πατέρες, στην εργασία, να είναι τα πάντα γνωστά στον Γέροντα. Διότι σκέφτηκα: «εάν δεν βάλω καλή αρχή από την πρώτη ημέρα της υποταγής μου, κατά την συμβουλή του Γέροντος, δεν θα έχω και καλό τέλος».
Αυτό με την ευχή του Γέροντος, το έκανα, με αποτέλεσμα να νοιώθω πολλή χαρά, πολλή ψυχική ελάφρωσι και να βλέπω με τα σωματικά μου μάτια τόσο καθαρά, που δεν ήξερα τι μου συνέβαινε, γιατί δεν είχα πείρα. Και είπα στον Γέροντα,

– Γέροντα, βλέπω τόσο καθαρά! Τι είναι αυτό;
– Είναι ένα μέρος του καρπού της υπακοής και της καθαράς εξαγορεύσεως των λογισμών.

Δεν με απασχολούσε καθόλου και αυτή ακόμα η σωτηρία μου, γιατί ένοιωθα τόση ανάπαυσι, που έλεγα: «Και τώρα να φύγω, τι έχω να πω στον Θεό; Τα αμαρτήματά μου, τα έχω εξομολογηθή. Η ψυχή μου είναι γυμνή μπροστά στον Γέροντα. Και ό,τι έκανα, το έκανα με υπακοή». Έπεφτα να κοιμηθώ και ένοιωθα τόση ηρεμία πνεύματος κι έλεγα μόνος μου: «Τι μου συνέβη;» Για όλα αυτά όμως, δεν ένοιωθα να μου περνάη λογισμός κενοδοξίας διότι ήξερα και πίστευα απόλυτα ότι όλα ωφείλονταν στις ευχές του Γέροντός μου.

Όταν όμως ο υποτακτικός δεν είναι καθαρός και ειλικρινής, και δεν γυμνώση τον εαυτό του πέρα για πέρα διά της καθαράς εξαγορεύσεως όλων των λογισμών στον Γέροντα, δεν μπορεί να βάλη ποτέ του καλή αρχή. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να ελπίζη το κάλλιστον τέλος.

Όταν ένας Χριστιανός αφήνη μέσα του ανεξέλεγκτα όλους τους λογισμούς που σπέρνει ο διάβολος και γεννούν τα πάθη και δεν τους καθαρίζει διά της Εξομολογήσεως και της μετανοίας, αυτός ο Χριστιανός δεν θα μπορέση ποτέ του να εύρη την πολύτιμη υγεία και την σωτηρία της ψυχής του. Όταν ο άνθρωπος εξομολογήται καθαρά και με ταπείνωσι τα πάντα, είναι σαν να βγάζη ό,τι αρρωστημένο έχη μέσα του. Και μετά, με τα δάκρυα της μετανοίας, έρχεται ο φωτισμός και η Χάρις του Θεού, λαμπρύνονται οι λογισμοί και δημιουργούν την καλή ψυχική υγεία.

Μας έλεγε ο αγιασμένος Γέροντάς μας: «Είδες μοναχό να πέση και να λιποτακτήση; Από την κρυψίνοια των λογισμών του το έπαθε. Δεν έλεγε τους λογισμούς του κι αυτοί τον έφαγαν, όπως σε τρώνε τα φίδια. Μικρό το φιδάκι. Άμα δεν το διώξης, μεγαλώνει, αποκτά δηλητήριο και σου δίνει μια και πεθαίνεις. Είδες πλανεμένο άνθρωπο; Από τους λογισμούς την έπαθε».

Γέροντας Χαράλαμπος Διονυσιάτης μαζί με τον μακαριστό Γέροντα Ιωσήφ τον ησυχαστή και τον παραδερφό του Γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη
Γέροντας Χαράλαμπος Διονυσιάτης μαζί με τον μακαριστό Γέροντα Ιωσήφ τον ησυχαστή και τον παραδερφό του Γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη

Μερικοί μάλιστα, μας διηγόταν ο Γέροντας, πλανήθηκαν τόσο, ώστε δέχτηκαν δαίμονες για Αγγέλους και ακολουθώντας τις συμβουλές των ασωμάτων ανθρωποκτόνων σκοτώθηκαν. Και ποια ήταν η ρίζα της πλάνης; «Μην το λες στον Γέροντα», δηλαδή μην εξομολογηθής, μην ταπεινωθής και μην φανερώσης τους λογισμούς, διότι θα αποκαλύψης τις παγίδες των δαιμόνων. Το είδαμε και στην περίπτωση του πατρός Ιωάννου, του πρώτου υποτακτικού του Γέροντος.

Θυμάμαι μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση. Μία ημέρα, των Αγίων Αποστόλων ήταν, ήρθε ο παπα-Εφραίμ από τα Κατουνάκια να μας λειτουργήση. Και μου έδωσε εντολή ο Γέροντας να μαγειρέψω ένα καλό φαγάκι, επειδή ο παπα-Εφραίμ ήταν πολύ φιλάσθενος και στα πρόθυρα σχεδόν της φυματιώσεως.

Έσπευσα στην υπακοή και εκεί που του μαγείρευα, ο Γέροντας στεκόταν πάνω από το κεφάλι μου και μου έλεγε:
– Δεν ξέρεις να μαγειρεύης τρομάρα να  σου ’ρθη. Έτσι μαγειρεύει ο κόσμος και θες να το φάη κι ο παπάς;
– Μόλις τελείωσα, ήρθε στο τσαρδάκι που είχαμε για μαγειρείο και μου λέει:
– Άντε, ζαβέ, φέρ’ το γρήγορα!
– Πήγα το φαγάκι και το έδωσα στον παπά.
– Φύγε από μπροστά μου! Να χαθής, να μη σε βλέπουν τα μάτια μου! Γκρεμοτσακίσου γρήγορα στο κελί σου!
– Να ’ναι ευλογημένο, είπα.

Πήρα λοιπόν την ευχή του Γέροντα και πήγα στο κελλάκι μου, που ήταν δίπλα. Έ! Μόλις πάτησα το πόδι μου μέσα, ήρθε η ευλογία του Θεού με την ευχή του Γέροντα!  Είχα τέτοια επίσκεψι από τον Θεό, που μόνο τα σωματικά μου μάτια δεν έβλεπαν τους Αγίους Αποστόλους! Τόση Χάρις! Τόση ευλογία! Παράδεισος στην καρδιά μου! Ποτάμι τα δάκρυά μου! Όχι γιατί με μάλωσε ο Γέροντας, αλλά επειδή δεν μπορούσα να συγκρατήσω την χαρά και την θεία ευφροσύνη, που ένοιωθα από την παρουσία των Αγίων Αποστόλων.

Ήταν η γιορτή τους και επειδή οι Άγιοι Απόστολοι υβρίσθηκαν για τον Χριστό, χλευάσθηκαν και μαστιγώθηκαν από τους Γραμματείς και Φαρισαίους, βλέποντας ο Χριστός και τον δικό μου μηδαμινό αγώνα έστειλε την ευλογία Του. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν. Έπεσα κάτω και έκλαιγα, από την πολλή μακαριότητα που ζούσε η ψυχή μου! Κι έλεγα μέσα μου: «Τι καλό μου έκανε ο Γέροντας!». Ο Γέροντας, παρ’ όλη την σωματική μου αδυναμία, αποφάσισε να με κάνη μάγειρα για την συνοδεία.Έτσι μια μέρα, χωρίς πολλές επισημότητες, έρχεται και μου λέει:

– Κούτσικο.
– Ευλόγησον!
– Μαγείρεψε.
– Πού να μαγειρέψω;
– Έξω.

Σκεφτόμουν: «Πού έξω, γειά;» Μήπως υπήρχε και κανένα μαγειρείο; Άντε να μαζέψω κλαδιά, να ανάψω φωτιά για να μαγειρέψω. Και τι φαΐ να κάνω αφού δεν είχα ιδέα από μαγειρική; Μ’ έπιασαν οι λογισμοί: «Πού να κάνης φαΐ τώρα εσύ; Πού να πλένης τα πιάτα έξω, αφού δεν υπάρχει μέρος;» Όμως, οι πατέρες δουλεύουν, σηκώνουν φορτία, κουράζονται, πεινάνε, τι θα φάνε;

Ο Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης με τον Γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη
Ο Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης με τον Γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη

Το μέρος ήτανε ανοιχτό και το έπιανε ο αέρας. Αλλά ένας αέρας! Παναγία βοήθα! Και αδύνατος όπως ήμουν, ο αέρας κόντευε να πάρη κι εμένα μαζί και να με ρίξη στον γκρεμό. Άμα ξεκινούσε αυτός ο αέρας, έπρεπε να επιστρατεύσω όλους τους καλούς λογισμούς υπομονής, διότι αμέσως είχα πόλεμο. Το πονηρό πνεύμα του γογγυσμού και της βλασφημίας ήταν διαρκώς δίπλα μου και λίγο να έσπαζε η υπομονή μου, μου ψιθύριζε: «Τι Θεός αγάπης είναι Αυτός που σε τυραννά με τόσους μανιασμένους αέρηδες;» Κι εγώ αντέλεγα: «Σκάσε, μη μιλάς καθόλου!».

Αργότερα κάναμε ένα τσαρδάκι, με κλαριά από πουρνάρια, για να στεγάσουμε το «μαγειρείο». Αλλά ο δυνατός αέρας τα έπαιρνε όλα και τα έκανε ανεμόπτερο! Έβαζα δύο πέτρες για πυροστιά και τον τέτζερη πάνω και μόλις φυσούσε ο αέρας έφευγαν τα καπάκια, έφευγε και ο τέτζερης και όλα κατρακυλούσαν στον κατήφορο.

Και φώναζε και ο Γέροντας:
– Ζαλισμένοοο!!! Βρε κούτσικοοο, σου φύγανε τα πράγματααα!!! Τρέξε να τα βρης.

Πού να τα βρης; Αυτά είχαν φύγει και έτρεχα στον κατήφορο, μέσα στο αγιάζι και την βροχή, να βρω τα τετζέρια και τα καπάκια. Ώχ, Θεέ μου! Ακόμα και τον χειμώνα μαγειρεύαμε έξω από το καλύβι του Γέροντα, τρώγαμε όμως μέσα στην καλύβα του.

Μετά το γεύμα, έπρεπε να πλύνω τα τσίγκινα πιάτα μας, έξω φυσικά. Χειμώνας, κρύο, βροχή, αγιάζι, αυτά πλενόντουσαν έξω. Να είσαι άρρωστος, γριπιασμένος και να πρέπη να βγης στα βράχια και στον παγωμένο αέρα, για να πλύνης τα πιάτα. Είχαμε μια στάμνα σπασμένη, με νερό από το καταστάλαγμα του βράχου και σε μια τρύπα που είχε, βάζαμε ένα σωλήνα και έτσι πλέναμε τα πιάτα, με «τρεχούμενο» νερό.

Τα χέρια μας ξύλιαζαν από το παγωμένο νερό, διότι δεν είχαμε μέρος να το ζεστάνουμε.

Τα δε μαχαιροπήρουνα, με τα οποία τρώγαμε, δεν τα πλέναμε. Όταν τελειώναμε το φαγητό μας, απλώς σκουπίζαμε το πηρούνι και το κουτάλι με την πετσέτα και τα τυλίγαμε. Αλλά αφού δεν πλέναμε ούτε τις πετσέτες, σιγά-σιγά κι αυτές γίνονταν σκληρές σαν το πετσί.. Έτσι οι πετσέτες είχαν γίνει τόσο βρώμικες που άμα τις έπλενες θα ’κανες σούπα με το απόνερο. Για τα πιάτα είχε ακόμη και μια άλλη πολύ πρωτότυπη τακτική υγιεινής ο Γέροντας. Μόλις τελειώναμε το γεύμα, ρίχναμε νερό μέσα σ’ αυτά και το απόπλυμα, όποιο κι αν ήταν, κατόπιν το πίναμε! Έτσι και τα πιάτα πρόχειρα επλένοντο και νερό δεν εξοδεύετο πολύ. Κι έτσι κάναμε όλοι μας. Και οι ξένοι που ήρχοντο έπρεπε να κάνουν το ίδιο.

Κάποτε ήρθε ένας τραπεζικός επίσημος και του βάλαμε τράπεζα. Αρχίσαμε εμείς στο τέλος του γεύματος, ως συνήθως, με το νερό. Γυρίζει ο Γέροντας και λέει στον επίσημο επισκέπτη μας:

– Κύριε, κι εσύ αυτό θα κάνης. Και το ’κανε!

Εκεί στην Μικρά Αγία Άννα είχαμε μόνιμη έλλειψι νερού. Ούτε να μαγειρέψουμε δεν είχαμε καμμιά φορά. Έτσι, κάθε λίγο και λιγάκι, μου έλεγε ο Γέροντας:
– Άντε, κούτσικο, να φέρης νερό.

Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης
Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης

Για νερό τότε πήγαινα πάνω στον πατέρα Γεράσιμο τον Μικραγιαννανίτη, τον Υμνογράφο. Αυτός τότε ήταν περίπου 45 ετών. Πολύ προσεκτικός μοναχός, ευλαβέστατος και πολύ καλόκαρδος, πραγματικό στολίδι του Αγίου Όρους. Και ζούσε με συνέπεια την ασκητική ζωή. Γεννήθηκε στην Βόρειο Ήπειρο το 1903 και στο Άγιον Όρος ήρθε το 1922 σε ηλικία 19 ετών. Ζούσε στην καλύβη του Τιμίου Προδρόμου στην Μικρά Αγία Άννα. Του είχε δοθεί από τον Θεό το χάρισμα της υμνογραφίας και τα έργα του απαρτίζουν δεκάδες χειρογράφους τόμους. Τότε είχε ήδη στο Άγιον Όρος 25 έτη.

Ξεκινούσα, λοιπόν, και πήγαινα στον πατέρα Γεράσιμο για νερό. Έπαιρνα δύο στρατιωτικά μπετόνια της βενζίνης, που είχαν μεγάλη χωρητικότητα και τα γέμιζα. Έκανα τον σταυρό μου και έπαιρνα το ένα μπετόνι στην πλάτη και το άλλο στο χέρι. Το πολύ δύσκολο όμως ήταν ο κατήφορος, διότι αν λύγιζαν τα γόνατά μου, θα έπεφτα κατευθείαν στον γκρεμό και είτε θα σκοτωνόμουν είτε θα γινόμουν ένα μάτσο χάλια. Έτσι, με συνείχε φόβος και τρόμος. Αλλά η ευχή του Γέροντος δεν άφησε ποτέ.

Με έβλεπε ο πατήρ Γεράσιμος και με λυπόταν. Τότε ήμουν μια σταλιά και άρρωστος και εξαντλημένος από την άσκησι. Τα μπετόνια θα ζύγιζαν περισσότερο κι από ’μένα. Με έπαιρνε, λοιπόν, με το ευγενικό ο πατήρ Γεράσιμος και με φίλευε, αλλά εγώ δεν έπαιρνα τίποτα. Ο Γέροντας μου είχε δώσει αυστηρή εντολή: «Δεν θα πάρης τίποτε!» Βρε, και Άγγελος να κατέβαινε κάτω, εγώ δεν έπαιρνα τίποτε. Είπε ο Γέροντας όχι; Όχι! Τέρμα.

– Πώς θα τα πας καλογέρι τα μπετόνια γεμάτα νερό; Με ρωτούσε με συμπόνοια και αγάπη ο πατήρ Γεράσιμος.
– Θα τα πάω, με την ευχή του Γέροντός μου, αφού δεν έχουμε ούτε να μαγειρέψουμε, πάτερ.

Το νερό για εμάς ήταν χρυσάφι. Είδος πολυτελείας. Το πρόσωπό μας το πλέναμε μόνο με τα δάκρυά μας. Τα πόδια μας; Έ, άμα πηγαίναμε κάτω στην θάλασσα! Τα ρούχα μας; Το πολύ-πολύ καμμιά φανελλίτσα. Δύσκολα χρόνια, αγωνιστικά χρόνια, αλλά ευλογημένα.

Σαν τρωγλοδύτες ζούσαμε, και όμως μας σκέπαζε ο Θεός και δεν καταλαβαίναμε την δυσκολία. Ήταν μαρτυρική η ζωή μας, αλλά και τρισχαριτωμένη.
Τις περισσότερες φορές τον χειμώνα την αγρυπνία μας την κάναμε έξω, στην ύπαιθρο, για να μην μας πιάνη ο ύπνος. Βρέχει, χιονίζει, λυσσομανά ο αέρας, έξω! Αγρυπνούσαμε και φυσικά κρυώναμε.

Είχαμε δε τόσα κρυώματα και τόσες άλλες ταλαιπωρίες από τις καιρικές συνθήκες αλλά με την ευχή του Γέροντος αντέξαμε. Έτσι μας δίδασκε ο Γέροντας, να δώσουμε όλο τον εαυτό μας στον αγώνα κατά των παθών και στην αρετή της αγρυπνίας, για να βρούμε την Χάρι. Σύνθημά του ήταν: «Θάνατος!»

Το καλοκαίρι, με την αφόρητη ζέστη αγρυπνούσαμε στην ύπαιθρο, αν θέλαμε. Έτσι ο καθένας μας, απομακρυσμένος από τον άλλο μπορούσε να προσευχηθή κατά μόνας, είτε μέσα στο κελλί είτε έξω στην ύπαιθρο.

Λίγοι ασκητές πέρασαν από το Άγιον Όρος τον 20ο αιώνα με τέτοια αυστηρή άσκησι και θεωρία Θεού. Ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν αυστηρός αλλά και γενναίος. Ανυποχώρητος σε θέματα υπακοής αλλά και γεμάτος αγάπη. Είχε απόλυτη πίστι στον Θεό και πολλή διάκρισι.

Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, «Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο ησυχαστής και σπηλαιώτης»